29.7.11

γουρούνια!


 
Το απογευματάκι, καβάλα στο άτι μου, βρέθηκα να ρολάρω στη μεσαία λωρίδα μιας σχεδόν άδειας λεωφόρου. Οι Αθηναίοι λίγο-λίγο αυτές τις μέρες εγκαταλείπουν την πόλη για να εκδράμουν. Θέρος, βλέπετε...

Πήγαινα με καμιά ενενηνταριά χιλιόμετρα λοιπόν και άκουγα ένα απ’ τα καλύτερα κομμάτια των Pink Floyd, στη διαπασών, όπως το αγύριστο κεφάλι μου, μου επιβάλλει καιρό τώρα όταν είμαι στους δρόμους της πόλης. Και χωρίς κράνος, ομολογώ. Κάνω κι εγώ extreme games, μη νομίζετε.

Και δεν κοιτούσα στους καθρέφτες, δε χρειαζόταν εκείνη την ώρα. Απλώς απολάμβανα την αγαπημένη μελωδία και το αισθησιακό αεράκι. Και ήμουν πολύ χαρούμενη που πήγαινα εκεί που πήγαινα. Ξαφνικά, στ’ αριστερά μου εμφανίστηκαν, σαν να ξεπήδησαν μέσα από κακό όνειρο, τέσσερις αγριεμένοι «Ζητάδες», αναβάτες της «ομάδας Δίας», ή όπως σκατά τους λένε, τέλος πάντων.

Ο συνοδηγός της μηχανής που βρισκόταν ελάχιστα μπροστά από μένα έκανε μανιώδη νοήματα να κάνω δεξιά και ο οδηγός της, με έναν εγκληματικό ελιγμό, έστρεψε τη μηχανή του κατά πάνω στη δική μου, «κλείνοντάς» με, για να σταθμεύσει λίγο πιο κάτω, στην άκρη του δρόμου.

Πρέπει την ώρα εκείνη να έτρεχε με ταχύτητα εκατόν δέκα χιλιομέτρων την ώρα. Από θαύμα δε σωριαστήκαμε, τουλάχιστον τραυματισμένοι! Μη μπορώντας να κατανοήσω την πρωτοφανή λύσσα των εκπρόσωπων του νόμου και χωρίς να έχω το χρόνο, λόγω του αστραπιαίου γεγονότος, να οργιστώ με αυτό που μόλις συνέβη, σκέφτηκα μόνο «α όχι τώρα, παιδάκια!».

Το μόνο που με ενδιέφερε εμένα ήταν να φτάσω στη συνάντησή μου στην ώρα μου. Δε θα επέτρεπα να με καθυστερήσουν τέσσερις μπάτσοι. Θα γλίτωνα από δαύτους γρήγορα, ανεξαρτήτως κόστους. No matter what, εγώ θα έφευγα! Όμως, αστυνομία είναι αυτή, τι να γίνει; Άμα σε σταματήσει, κατ’ αρχήν σταματάς.

Σημειωτέον ήμουν ασυνήθιστα καλοντυμένη απόψε. Πήγαινα σ’ ένα σημαντικό (για τη δική μου λογική) ραντεβού και είχα σημαιοστολιστεί. Φορούσα ένα ανοιχτό λιλά κρουαζέ μπλουζάκι, σκούρο μπλε λεπτό υφασμάτινο παντελόνι, ξώφτερνες μαύρες γόβες με εξήμισι πόντους τακούνι και ένα ανθρακί μαντό.

Είχα περασμένη και χιαστί την καλή μου καλοκαιρινή τσάντα που είναι δίχρωμη γαλάζια-εκρού, très-chic και στ’ αυτιά μου κρέμονταν λεπτεπίλεπτα μακριά ασημένια σκουλαρίκια που κατέληγαν σε μία μπαλίτσα αιματίτη το καθένα. Ο συνδυασμός, σας βεβαιώ, ήταν καλύτερος απ’ την περιγραφή μου.

Καθώς λοιπόν μείωσα ταχύτητα, υπακούοντας και πλεύρισα, σταματώντας ακριβώς πίσω από τη δεύτερη αστυνομική μοτοσικλέτα, έκανα μία νευρική κίνηση για να βγάλω το αριστερό ακουστικό απ’ τ’ αυτί μου. Τρεις κουβέντες ήμουν διατεθειμένη να πω στη μπατσαρία και θα γινόμουνα καπνός! Κι ας μ’ έβαζαν να πληρώσω το μισό χρέος του κράτους. Μου ήταν αδιάφορο. Πάντως θα έφευγα!

Και τότε ακριβώς, τραβώντας το καλώδια του mp-3, με στυλ παρόμοιο μ’ εκείνο των νταήδων που σηκώνουν τα μανίκια τους, προετοιμαζόμενοι ν’ αρπαχτούν... το σκούρο γκρι σκουλαρίκι μου έπεσε στην άσφαλτο και λόγω χρώματος δε μπορούσα να το εντοπίσω. Και άρχισα τότε να συγχύζομαι! Αλλά τη σύγχυση που θα ’παιρνα τα επόμενα δευτερόλεπτα, δε θα μπορούσα εκείνη τη στιγμή να τη φανταστώ, ούτε κατά διάνοια.

Οι μπάτσοι δεν ενδιαφερόντουσαν τελικά για το αν εγώ φορούσα κράνος ή όχι, όπως αρχικά υπέθεσα. Διόλου. Αυτό που καταδίωκαν προηγουμένως με μανία και που τώρα βρισκόταν πια σταματημένο μπρος τους, ήταν ένα παλιό κόκκινο αυτοκίνητο.

Σηκώνοντας τα μάτια μου απ’ το δρόμο και έχοντας πια βρει το σκουλαρίκι μου (αλλά όχι και το κούμπωμά του) είδα το τελευταίο στη σειρά όργανο της τάξης να με διατάζει με σχεδόν χυδαίο τρόπο να ξεκουμπιστώ.

Είδα επίσης τον οδηγό του αυτοκινήτου, έναν σαστισμένο ξανθό άντρα, περίπου στα χρόνια μου, με συμπαθητική φυσιογνωμία, όρθιο έξω απ’ το αμάξι του και με τον δεύτερο μπάτσο να τον σκαμπιλίζει -παράλογα δυνατά- στα πλευρά, ψάχνοντας (ο βλαξ! αν δηλαδή πράγματι υποπτεύθηκε κάτι τέτοιο...) μήπως κουβαλούσε όπλο.

Ο νέος, Αλβανός κατά ενενήντα τοις εκατό, ανεχόταν αδιαμαρτύρητα τον βάρβαρο έλεγχο, παρότι ήταν προφανές πως δεν οπλοφορούσε, αφού ο δύσμοιρος φορούσε μόνο ένα γαλάζιο στενό μακό, σχεδόν κολλητά στο λιγνό κορμί του κι ένα λευκό, επίσης στενό παντελόνι. Που να το είχε κρυμμένο ο χριστιανός το όπλο;

Αλλά η πιο συγκλονιστική εικόνα ήταν αυτή του κατά πολύ γηραιότερου συνοδηγού, με την επίσης ευγενική φυσιογνωμία, ο οποίος πρέπει να ήταν ο πατέρας του οδηγού και ο οποίος, τρομοκρατημένος ο έρμος, προσπαθούσε να βγάλει τη ζώνη ασφαλείας που, μάλλον λόγω της έντασης της στιγμής και της παλαιότητας του αυτοκινήτου, έμενε επίμονα σφραγισμένη.

Αλλά και ποιος θα κατάφερνε να βγάλει τη ζώνη του σε τέτοιες συνθήκες; Έξω απ’ το ανοιχτό παράθυρό του, ο τρίτος μπάτσος –ορκίζομαι, το είδα με τα μάτια μου!- κρατούσε ένα περίστροφο στο ύψος του κροτάφου του και σε απόσταση τριάντα εκατοστών από αυτόν, ενώ ο τέταρτος, ακριβώς δίπλα στον "δήμιο", μετρούσε αντίστροφα ουρλιάζοντας, με ανοιχτές παλάμες... πέντε, τέσσερα, τρία, δύο...

Ενώ συνέχιζα ν’ ακούω την ονειρική μουσική μου απ’ το ένα μου ακουστικό, σε ντεσιμπέλ που δύσκολα ανθρώπινο αυτί μπορεί ν’ ανεχτεί, νόμιζα προς στιγμήν πως έπαιζα ως κομπάρσος σε ταινία βίας. Οι (υπ)άνθρωποι αυτοί έμοιαζαν έτοιμοι να εκτελέσουν τον πανικόβλητο ανθρωπάκο εν ψυχρώ!

Αν δεν ήταν τόσο πολύ σημαντικό για μένα να φτάσω εκεί όπου έπρεπε στην ώρα μου, θα είχα κατέβει και θα είχα γίνει μαλλιοκούβαρα με τους κυρίους αυτούς! Μάρτυς μου ο Θεός αν λέω ψέματα! Και τότε, η ταινία δε θα ’ταν πια ταινία βίας, αλλά rock αφιέρωμα.

Φαντάζεστε δύο Αλβανούς, εμφανώς άκακους υπόπτους και μία ανισόρροπη μεσήλικη μοτοσικλετίστρια να επιτίθεται στριγκλίζοντας εναντίον τεσσάρων έξαλλων, σαραντάχρονων αστυνομικών, κλωτσώντας τους με τα ψηλοτάκουνά της; Εγώ το φαντάζομαι, γιατί ξέρω πολύ καλά πως αντιδρώ σε τέτοιες καταστάσεις.

Τελικά βέβαια δεν υπερασπίστηκα τα θύματα της τρομοκρατικής αυτής επίθεσης και έφτασα στο ραντεβού μου on time και με τα δύο σκουλαρίκια μου στις θέσεις τους. Σταμάτησα βλέπετε σ’ ένα κοσμηματοπωλείο στη διαδρομή και οι εγκάρδιες πωλήτριες (όταν είσαι κομψά ντυμένη οι πωλήτριες στα ακριβά μαγαζιά είναι ιδιαίτερα εξυπηρετικές! διαπιστωμένο αυτό...) μου χάρισαν μία ασφάλεια κι έτσι μπήκα στο γραφείο όπου με περίμεναν, με τα μουντά κοσμήματά μου να κουνιούνται πέρα δώθε με χάρη, αλλά με μάτια που πετούσαν φλόγες!

Και βέβαια, έγινε αντιληπτό αμέσως πως για κάποιο λόγο «έβραζα»! Το ραντεβού μου πήγε πολύ καλά, μου πήρε όμως ώρα πολλή να ηρεμήσω τελείως. Και στην επιστροφή, ταλαιπωρήθηκα άγρια από προβληματισμούς ηθικής φύσεως.

Στάθηκα άραγε τυχερή που εξαιτίας της αποψινής συνάντησης γλίτωσα από βέβαιους μπελάδες, ίσως κι απ' αυτό ακόμα, το μοιραίο γεγονός; Οι τύποι άλλωστε ήταν εκτελεστές, ντυμένοι αστυνομικοί κι εμένα, δυστυχώς, η φύση μου θυμίζει έντονα κάτι από Αίτνα! Ελεεινός συνδυασμός. Ίσως ο χειρότερος που μπορεί να τύχει.

Ή μήπως κακώς δε ρίχτηκα στη φωτιά; Δε συμπαθώ ιδιαίτερα τους Αλβανούς, ούτε όμως έχω και τίποτα εναντίον των αστυνομικών. Ίσα-ίσα, αντιλαμβάνομαι απολύτως την αναγκαιότητα της ύπαρξής τους και τον τεράστιο βαθμό δυσκολίας και επικινδυνότητας αυτού του επαγγέλματος.

Επιπλέον, θα ήμουν ανειλικρινής αν δεν παραδεχόμουν πως θυμάμαι πολύ καθαρά, συγκεκριμένα περιστατικά που η αστυνομία μ’ έχει βοηθήσει προσωπικά, με προθυμία, με ευγένεια, ακόμα και με καλοσύνη.

Τα τέσσερα ανεγκέφαλα τέρατα που έζησα σήμερα όμως, δε θα ’πρεπε να οδηγούν μοτοσικλέτες της αστυνομίας. Θα έπρεπε να τους έχουν οδηγήσει, καιρό τώρα, στην απομόνωση! Σε μια μεγάλη, τεράστια απομόνωση, αυτοί μόνοι, μαζί με κάθε όμοιό τους, εντεταλμένο ή μη, εξουσιαστή.