22.8.11

Rio


Λοιπόν, αυτός δεξιά είναι ο Blue, ένας σπάνιος γαλάζιος παπαγάλος που βρέθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο για λόγους αναπαραγωγής. Διότι βεβαίως δεν είμαστε το μόνο είδος στον πλανήτη που ταλαιπωρείται τόσο πολύ για το ζευγάρωμα. Ο φουκαράς ο Blue, που λες, έφτασε στη Βραζιλία ανήξερος όσον αφορά το πέταγμα, καθότι εξωτικό πτηνό μεν, κατοικίδιο που πέρασε όλη του τη ζωή μέσα σε κλουβί δε. Και σίγουρα, το να είσαι πουλί αλλά να μην πετάς... συνεπάγεται μπελάδες! Πάρε μια γεύση.




Τώρα, αν θες να δεις και την υπόλοιπη ταινία κάτω από τ' αστέρια, για να καμαρώσεις αυτόν τον παπαγάλο και να ταυτιστείς μαζί του, πρέπει ή να κατέβεις αύριο-μεθαύριο στα δυτικά προάστεια ή να εκδράμεις στην ανατολική αττική. Η Ραφήνα είναι μια ωραία λύση. Παραλιακό θερινό σινεμαδάκι, μια χαρά! Δε φαντάζομαι να βαριέσαι τις βόλτες. Πάρε λοιπόν την καλή, τον καλό, τον κακό, τον άσχημο, όποιον έχεις πρόχειρο τέλος πάντων, και βουρ! 
Πως; Δε βλέπεις καρτούν; Ααα... θα σε μαλώσω!


21.8.11

καθαρή, διάφανη μέρα

 
  Φαίνεται ὁ ἄνεμος
  πού ἀκινητεῖ μέ τή μορφή βουνοῦ
  κεῖ κατά τά δυτικά.
  Κι ἡ θάλασσα
  μέ τά φτερά διπλωμένα,
  πολύ χαμηλά, κάτω ἀπό τό παράθυρο.

  Σοῦ ‘ρχεται νά πετάξεις ψηλά
  κι ἀπό κεῖ νά μοιράσεις δωρεάν τήν ψυχή σου.
  Ὑστερα νά κατεβεῖς καί, θαρραλέα,
  νά καταλάβεις τή θέση στόν τάφο πού σοῦ ἀνήκει.

  Οδυσσέας, 1984

beauties


18.8.11

look beyond appearance

Παραπληγία ονομάζεται μια διαταραχή στην κινητική ή αισθητηριακή λειτουργία των κάτω άκρων, που οφείλεται σε βλάβη του νωτιαίου μυελού ή σε εκ γενετής πάθηση. Αυτό στην πράξη σημαίνει πως οι παραπληγικοί, σε αντίθεση με τους τετραπληγικούς, χρησιμοποιούν τα χέρια τους κανονικά για να κάνουν ό,τι θέλουν. Ας πούμε, για να κάνουν τέχνη.

Μια τέτοια ακριβώς περίπτωση είναι η μπάντα Staff Benda Bilili. Μου έγραψε γι’ αυτούς ένας συνάδελφος blogger, σχολιάζοντας μια προηγούμενη ανάρτηση με τίτλο η θάλασσα μέσα μου. Ο Athanassios Ghikas ready to fly like an Eagle, μου εξήγησε πως οι Staff Benda Bilili είναι ένα μουσικό σχήμα με παραπληγικούς καλλιτέχνες.

Κατάγονται όλοι τους από την κεντρική Αφρική, πιο συγκεκριμένα από το Βελγικό Κονγκό, που παλιότερα το λέγαμε Ζαΐρ. Εξ ου και το σοκολατί τους χρώμα. Παίζουν μάλιστα μια μουσική νωχελική, που θυμίζει κουβανέζικα ακούσματα. Κι έχουν αυτή τη μοναδική ικανότητα που μόνο οι νότιοι έχουν, να τραγουδούν κι εσύ ν’ ακούς κάτι σαν «δε βαριέσαι, αδερφέ... η ζωή είναι γλυκιά μ’ όλα της τα βάσανα».

Αντίθετα με ότι ίσως θα περίμενε κανείς, στο παίξιμο των Staff Benda Bilili δεν υπάρχει λύπη, παρά μόνο ίσως ένας υπαινιγμός της. Άλλοτε σε ρυθμούς ρούμπας, άλλοτε rhythm & blues ή funky, οι ανάπηροι αυτοί μουσικοί γκρουβάρουν ασταμάτητα. Και το ότι είναι καθηλωμένοι στα αμαξίδιά τους δεν τους εμποδίζει να χορεύουν, όποτε κάνουν κέφι.

Το συγκρότημα δημιουργήθηκε στην Κινσάσα, την πρωτεύουσα του Κονγκό. Εκεί, τα μέλη του ζούσαν στη μαύρη φτώχεια. Γι’ αυτό και τα λόγια των τραγουδιών τους είναι λόγια σοφά και συχνά συμβουλεύουν με μια δόση ειρωνείας τους ανθρώπους που ζουν στους δρόμους.

Και βέβαια, το όνομα της μπάντας τους, που σημαίνει «κοίτα πέρα απ’ την εμφάνιση», είναι από μόνο του ένα μάθημα ουσίας. Ψάξε πέρα απ’ αυτό που φαίνεται, είναι το μήνυμα από τη μαύρη ήπειρο. Μη στέκεσαι στην επιφάνεια, βούτα κάτω απ’ αυτήν. Δες τι πράγματι είναι αυτό που βλέπεις, όχι πως δείχνει. Κάπως έτσι. Δηλαδή, κάπως έτσι το νιώθω εγώ. 


12.8.11

η θάλασσα μέσα μου



Οφείλω να παρατηρήσω πως το δικό μου τηλέφωνο λειτουργεί με έναν εντελώς ιδιόρρυθμο τρόπο. Κουδουνίζει βέβαια που και που λόγω υποχρεώσεων, όπως επίσης κουδουνίζει συχνά και για διαφημιστικούς λόγους. Έπειτα όμως μένει σιωπηλό για μέρες. Κι ύστερα, έξαφνα χτυπάει επειδή κάποιος φίλος ή φίλη, απ’ τα βάθη των αιώνων, θυμάται να ζητήσει κάτι. Κι όταν λέω έξαφνα κυριολεκτώ. Αυτό μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή της μέρας ή της νύχτας.

Το τελευταίο διάστημα, για παράδειγμα, δέχθηκα τις εξής ενοχλητικές κλήσεις: ένας παλιός συνάδελφος διέκοψε την απογευματινή μου σιέστα επειδή λέει είχε σχολάσει κι ήταν στα μέρη μου. Όχι, δεν ήθελε να πιούμε καφέ, παρά μόνο ίσως επικουρικά. Χωρίς πολλά λόγια, μου είπε ν’ ανάψω λίγα λεπτά το θερμοσίφωνα, για να περάσει να κάνει ένα ντουσάκι πριν συναντηθεί με την κοπελιά του.

Μες στον ύπνο μου μπερδεύτηκα με αλλοτινές εποχές και δε ρώτησα ποια κοπελιά, αφού αν και πιτσιρικάς ο συγκεκριμένος είναι πλέον παντρεμένος με τρία κουτσούβελα. Οπότε, απλώς υπάκουσα στις διαταγές του και ανέβασα το σωστό διακόπτη στον ηλεκτρικό πίνακα.

Μία άλλη, προσφάτως διαζευγμένη, η οποία από τότε που απαλλάχτηκε απ’ τον καταπιεστικό πρώην σύζυγό της ξαναζεί μια δεύτερη εφηβεία με κοψοχόλιασε στις τέσσερις το πρωί. Προηγουμένως βέβαια τα ’χε «κοπανήσει» και πήρε νυχτιάτικα να μάθει αν τυχόν είχα στο αμάξι μου καλώδια. Είχε ξεμείνει κάπου μετά τη Γλυφάδα από μπαταρία και σκέφτηκε πως μάλλον θα ήμουν η μόνη απ’ τους γνωστούς της που θα ξεκουβαλιόμουνα τέτοια ώρα για να την εξυπηρετήσω.

Φυσικά, το ότι έχω πουλήσει εδώ και μερικά χρόνια το αυτοκίνητο, της διέφυγε τελείως. Όπως ξέχασε και να μου πει νωρίτερα να βγούμε παρέα. Παρ’ όλα αυτά, κάλεσα για χάρη της μία εταιρία οδικής βοήθειας, την έγραψα συνδρομήτρια τηλεφωνικά ενώ ταυτόχρονα χασμουριόμουνα κι έτσι έφτασε σπίτι της σώα και αβλαβής πριν χαράξει. 

Είχα και τρίτο περιστατικό όμως. Αυτός ήταν πιο θρασύς απ’ τους προηγούμενους. «Έλα, σπίτι είσαι;», ήταν η πρώτη ερώτηση. Έκανα το λάθος και είπα την αλήθεια. «Τέλεια, έρχομαι να σου αφήσω τον Brooklin. Πάω στη Τζια για σαββατοκύριακο». Ο Μπρούκλιν βέβαια εν τέλει ταξίδεψε μαζί με τον «μπαμπά» του, γιατί εγώ με το θεόμουρλο κόκερ δεν έμενα ούτε ώρα, όχι ολόκληρο διήμερο.   

Μετά από την τελευταία αυτή κρούση και ιδίως μετά από την απόκρουσή της που πέτυχα ξοδεύοντας πολύτιμα αποθέματα ενέργειας, αποφάσισα να είμαι πιο επιλεκτική όποτε το κινητό μου θα δονούταν στους ρυθμούς του «hippie hippie shake», που έχω διαλέξει για ringtone (τη νευρική διασκευή των Cake έχω, όχι το πλαδαρό πρωτότυπο των Beatles, όλα κι όλα).

Σήμερα όμως, καθώς έψηνα με αισθητή αργοπορία το μεσημεριανό μου, ήμουν τελείως χαλαρή όταν το τηλέφωνο άρχισε να χοροπηδάει. Επίσης, χάρηκα βλέποντας στην οθόνη το όνομα της φίλης που με καλούσε, γιατί είχα πάρα πολύ καιρό να μιλήσω μαζί της. Κι έτσι απάντησα πρόθυμα.

-         «που 'σαι ρε τρελοκαμπέρω;», ρώτησε εκείνη
-         «γεια σου Παγώνα! που να 'μαι; σπίτι, μαγειρεύω», απάντησα στη φίλη μου που βέβαια δεν την λένε Παγώνα
-         «α, τι καλό;», ήταν η ερώτηση-παγίδα
-         «ε να, έχω βάλει στο φούρνο λίγα μπρουσκετάκια»
-         «με ντοματούλα, μοτσαρέλα και τα συναφή;»
-         «ε ναι βρε, κλασικά»
-         «και φρέσκο βασιλικό;»
-         «yeap»
-         «καλά, έρχομαι να τα πούμε από κοντά!»

Οι φίλοι μου το έχουν σε κακό να πουν ένα γεια πριν προχωρήσουν στο κυρίως θέμα. Επίσης, το «έρχομαι» τους είναι τόσο εύκολο, σαν να βρίσκεται μόνιμα κάτω από τη γλώσσα τους, έτοιμο να ξεγλιστρήσει με την πρώτη ευκαιρία. Αλλά, αυτά παθαίνει μια γυναίκα αν μια ζωή αντιμάχεται τους τύπους και ειδικότερα άμα εργάζεται στο σπίτι. Ένα σπίτι άδειο από παιδιά, σκυλιά ή έστω εραστή.

«Ω ω ω...», ήχησα, θέλοντας μετά τις άναρθρες κραυγές μου να συνεχίσω: «όχι μην έρθεις, θα φάω, βλέποντας ταινία και μετά θα κοιμηθώ γιατί πιο μετά έχω ραντεβού». Αλλά σπανίως αρνούμαι την υποδοχή στους αγαπητούς μου εισβολείς, που έτσι κι αλλιώς αραιώνουν δραματικά καθώς περνούν τα χρόνια. Οπότε αρκέστηκα στο να της πω:

-         «ωραία! αλλά θα δούμε ταινία, ok; πρέπει να την επιστρέψω το βράδυ»
-         «τι ταινία;»
-         «η θάλασσα μέσα μου, λέγεται, την έχεις δει;»
-         «όχι, αλλά ακούγεται πολύ καλοκαιρινή», απάντησε χαρούμενα
-         «νομίζεις!», σκέφτηκα αλλά μουρμούρισα απλώς ένα «νννναι…»

Μέχρι να αριβάρει η φιλενάδα μου οι μπρουσκέτες είχαν ψηθεί και τις είχα βγάλει να κρυώσουν. Όσο τις παρακολουθούσα να ροδίζουν σκεφτόμουν πως η συγκεκριμένη κοπέλα με καταεκνευρίζει με το θέμα του φαγητού. Η γυναίκα αυτή είναι μια λίγο νεότερή μου εργένισσα από την επαρχία, που ήρθε στην Αθήνα πριν χρόνια για σπουδές και ουδέποτε επέστρεψε στη γενέτειρά της.

Η ίδια είχε παραδεχτεί παλαιότερα, ενώπιόν μου, πως όποτε ξεμένει από λεφτά, επισκέπτεται φίλους και γνωστούς, όχι για κοινωνικούς λόγους, επειδή δηλαδή τους επιθύμησε, αλλά με στόχο τα φαγώσιμα υπάρχοντά τους. Θυμάμαι προ ετών, μια φορά είχε έρθει εντελώς απροειδοποίητα, χωρίς ούτε καν να τηλεφωνήσει προηγουμένως. Μόλις όμως διαπίστωσε πως φαγητό στην κουζίνα μου… γιοκ, ήπιε τρεις βιαστικές γουλιές απ’ τον καφέ που μόλις της είχα προσφέρει, με φίλησε σταυρωτά και εξαφανίστηκε προς ανεύρεση τροφής.

Μια εποχή δε, που η δουλειά της πήγαινε κατά διαόλου, ήταν πολύ συχνές οι επισκέψεις της, σχεδόν πάντα σε ώρες φαγητού. Ομολογώ όμως πως κι εκείνη μοιραζόταν γενναιόδωρα μαζί μου τα δέματα με τις λιχουδιές που της έστελνε κατά καιρούς η μάνα της απ΄ το χωριό. Θυμάμαι, πηγαίναμε στο ΚΤΕΛ στον Κηφισό, πολύ πιο νέες τότε και οι δύο και παραλαμβάναμε τα πολυαναμενόμενα καλούδια.

Τα οποία μάλιστα συνήθως αποτελειώναμε μέσα στ’ αμάξι, προτού γυρίσουμε στο σπίτι της μιας ή της άλλης, ανάλογα με το που πηγαίναμε μετά. Και πολλές φορές απολαμβάναμε τις αντιδράσεις των άλλων οδηγών που μας κοίταζαν ελαφρώς αηδιασμένοι στα φανάρια, εκείνη να με ταΐζει με τα χέρια κι εμένα μπουκωμένη, με σάλτσες γύρω απ’ το στόμα.

Ένα αγαπημένο παιχνίδι της «Παγώνας» εκείνη την εποχή, ήταν να ψάχνει υποτίθεται παντού μες στο αυτοκίνητο για χαρτομάντιλα και να τα βρίσκει πολύ αργότερα. Σ’ εκείνο το αμάξι πράγματι επικρατούσε το χάος, γιατί τότε ήμουν στην πρώτη νιότη κι ελάχιστα μ’ απασχολούσαν ζητήματα τάξης. Έτσι, κάθε φορά έμενα για ώρα ασκούπιστη και όπως γελούσα σχεδόν πνιγόμουνα, καθώς η φίλη μου με είχε διαρκώς στουμπωμένη με μια καινούργια υπερμεγέθη μπουκιά. 

Πάντα με παραξένευε βέβαια ο τρόπος που εκείνη έτρωγε αλλά και τάιζε καθ’ οδόν. Ήταν σχεδόν βασανιστική. Τα έκανε όλα πολύ γρήγορα και κάπως βίαια, με ένα γέλιο προκατασκευασμένο. Αλλά δεν διαμαρτυρόμουν. Θεωρούσα πως αυτά τα σπιτικά εδέσματα της ανήκαν εξ’ ολοκλήρου κι έτσι συμμορφωνόμουν με τη θέλησή της.

Το πως θα καταναλωνόντουσαν ήταν καθαρά δική της απόφαση. Κι έπειτα, αισθανόμουν τυχερή που ήμουν μέρος αυτής της τελετουργίας. Ήταν ένα είδος τιμής για μένα, άσχετα αν γνώριζα πως είχα συμπεριληφθεί σ’ αυτήν, μόνο και μόνο λόγω του αυτοκινήτου μου, που διευκόλυνε κάθε φορά τη μεταφορά του παραγεμισμένου κιβωτίου.

Πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο όμως, μου έκανε εντύπωση η αδιαφορία της φίλης μου για τα περιτυλίγματα των επιμέρους μικροσκοπικών δεμάτων που περιείχε κάθε τέτοιο ταξιδεμένο χαρτόκουτο. Σχεδόν τρόμαζα, όποτε τύχαινε να την παρατηρήσω στο πλάι μου, καθισμένη στο κάθισμα του συνοδηγού να ξεσκίζει τα καλοτυλιγμένα πακετάκια με τις χειρόγραφες ετικετούλες που εξηγούσαν το κάθε περιεχόμενο. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου! Ούτε στιγμή δεν τη συγκινούσε που η μανούλα της τη φρόντιζε με όλη της την αγάπη.  Γιατί, αυτές οι ετικέτες δεν είχαν κανέναν πρακτικό λόγο ύπαρξης.

Δε θα μπερδεύαμε δα το «σηροπιαστό κέκ σοκολάτας με ξήσματα πορτοκαλιού» με τα «σαλμαδάκια με χιρινό» ή την «πρασώπιτα». Η αφοσιωμένη μάνα όμως, που σημειωτέον ήταν και έξοχη μαγείρισσα, επέμενε να στολίζει κάθε τι με ένα επεξηγηματικό καρτελάκι, και μάλιστα ζωγράφιζε συνήθως τα χαρτάκια αυτά με το ίδιο στυλό, άλλοτε προσθέτοντας μια γιρλάντα γύρω-γύρω, άλλοτε σκιτσάροντας ένα λουλουδάκι… Κι έτσι έστελνε στην κόρη της όχι μόνο όσα είχε μαγειρέψει με τα χεράκια της ειδικά για ’κείνη, αλλά μαζί και τη σκέψη της και την έννοια της κι όλη της τη μητρική στοργή.

Ούτε που σχολίαζε βέβαια τα λάθη στις λέξεις της μητέρας της η «Παγώνα». Γιατί αυτή η χωριάτισσα μαμά, παρά τις συχνά ξενόφερτες, έκτακτες σπεσιαλιτέ, ήταν τελείως ανορθόγραφη κι αυτό έκανε τα γραψίματά της ακόμα πιο μοναδικά! Σε μία από τις τελευταίες εκείνες «αποστολές» μας στον Κηφισό (έτσι έλεγε τότε η φίλη μου «ετοιμάσου, το βράδυ έχουμε αποστολή!»), ήμουν κάπως πιο ευσυγκίνητη, για λόγους τελείως άσχετους βέβαια με το υπέροχο φαγητό της μαμάς.

Και καθώς την κοιτούσα ν’ αδιαφορεί πλήρως για τις υπέροχες χειροποίητες ετικετούλες και να κατακρεουργεί τα περιτυλίγματα προκειμένου να φτάσει το συντομότερο στο βρώσιμο περιεχόμενο, που ούτε κι αυτό σεβόταν διόλου και μάλλον ούτε που το απολάμβανε τελικά… μου ’ρθε να της πω «μη σκίζεις τις ετικέτες ρε συ, φύλαξέ τις, μια μέρα θα τις βλέπεις και θα θυμάσαι τη μάνα σου». Δε μίλησα όμως. Φοβήθηκα μη θεωρηθώ συναισθηματική.

Το ίδιο ακριβώς φοβόμουν τις μετρημένες φορές που έτυχε να αποχαιρετίσουμε μαζί τους γονείς της φίλης μου στο χωριό. Αυτές τις κοινές μας επισκέψεις δε θα τις ξεχάσω ποτέ. Σε ’κείνο εκεί το πατρικό στην ενδοχώρα, απολάμβανα μια φιλοξενία άνευ προηγουμένου. Μια ζεστασιά πρωτόγνωρη. Ποτέ δε θυμάμαι η μητέρα της φίλης μου να μ’ είχε ξεχωρίσει έστω και μια στιγμή απ’ τα δικά της παιδιά.

Είχα τις ίδιες ακριβώς περιποιήσεις, τις ίδιες συμβουλές, ακόμα και το χάδι της ενώ παίρναμε το πρωινό μας στην κουζίνα. Εμένα μπορεί και να με χάιδευε και περισσότερο, γιατί -σε αντίθεση με τις κόρες της- δε δυσανασχετούσα όποτε μ’ ακουμπούσε. Κι όταν ερχόταν η ώρα να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, με μεγάλη δυσκολία έκρυβα το βούρκωμα που μου προκαλούσαν τα δικά της δάκρια, απλώς και μόνο για να μη με χαρακτηρίσει η φιλενάδα μου μελοδραματική.    
  
Την ώρα που η επισκέπτριά μου χτυπούσε την πόρτα, οι μπρουσκέτες είχαν ήδη κρυώσει κάπως. Την καλωσόρισα και σέρβιρα αμέσως δυο γενναίες μερίδες γιατί ήταν ήδη αργά. Συμφωνήσαμε να πιούμε μπύρες κι όχι κρασί κι έτσι στρώσαμε μπροστά απ’ τον καναπέ και βάλαμε απ’ ευθείας το DVD να παίξει.  

Η φίλη μου ήρθε, όπως πάντα, κι έκατσε σχεδόν πάνω μου. Εγώ δε συμπαθώ πολύ τα αγγίγματα, εκτός κι αν προέρχονται από κάποιο γοητευτικό αρσενικό. Θα την άφηνα όμως κι αυτή τη φορά να με βαραίνει, μιας και πάνε χρόνια από τότε που κατέληξα πως στριμωχνότανε κοντά μου γιατί αυτό την καθησύχαζε. Αλλά σήμερα είχαμε καύσωνα και ο αναμμένος επί τόση ώρα φούρνος δεν είχε βοηθήσει καθόλου τη θερμοκρασία του σώματός μου.

«Ρε μαλάκα, πήγαινε λίγο πιο ’κει», είπα προσπαθώντας να βολευτώ. Εκείνη γύρισε και με κοίταξε με καταφρόνια. «Κάνει ζέστη! Εσύ δε ζεσταίνεσαι;», αμύνθηκα. «Ας είσαι καλά που απ’ την τσιγκουνιά σου δεν ανάβεις τα κλιματιστικά», απάντησε. «Τώρα τι καταλαβαίνεις; θα φάμε μια μπουκιά φαΐ; Χίλιες φορές σου ’χω εξηγήσει γιατί δεν ανοίγω τον κλιματισμό. Κι έπειτα ο ανεμιστήρας κάνει εξαιρετική δουλειά», είπα εγώ. «Ναι, γι’ αυτό στάζουμε. Άντε γεια μας!», τσούγκρισε το ποτήρι μου με το δικό της κι άρχισε να μου λέει επί τροχάδην τα νέα της.

Μπουκωμένη καθώς ήταν και με τη γνωστή ανικανότητά της να περιγράψει τα γεγονότα στη σωστή χρονική σειρά... δεν καταλάβαινα λέξη απ’ όσα έλεγε. Εν μέρει έφταιγα κι εγώ βέβαια, γιατί την άκουγα προσπαθώντας ταυτόχρονα να πείσω το DVD player να παίξει. Δεν πολυανησύχησα όμως γιατί στα σίγουρα θα έλεγε ξανά την ίδια ακριβώς ιστορία τουλάχιστον μία φορά ακόμα μέχρι που θα ’φευγε. Κι έτσι, αφοσιώθηκα απόλυτα στη ρημαδιασμένη συσκευή που αρνιόταν να συνεργαστεί. Μόνο αραιά και που έλεγα κάτι μηχανικά. «Ναι ε;», «σοβαρώς;», «έλα ρε!»... τέτοια.

Με τα πολλά, η οθόνη της τηλεόρασης φωτίστηκε και εμφανίστηκε το σήμα της Audiovisual. «Για πες, τι θα δούμε;», ρώτησε η συνδαιτυμόνας μου. «Είναι μια ισπανική ταινία, αν και ο σκηνοθέτης είναι Χιλιανός...», απέφυγα να την μπάσω απ’ ευθείας στο θέμα. «Ωχ!», μουρμούρισε. «Μη μου αρχίσεις από τώρα τα «ωχ», κάτσε πρώτα να δεις το στόρι», σκέφτηκα, αλλά είπα μόνο: «άσε μωρέ, θα καταλάβεις στην πορεία».

Στην πρώτη σκηνή, βλέποντας την καλοκαιρινή θάλασσα, τα κύματα που έγλυφαν ζωηρά τη βρεγμένη άμμο και τα πόδια ενός άντρα που άφηναν πίσω τους αποτυπώματα καθώς εκείνος προχωρούσε, η φιλενάδα μου ενθουσιάστηκε. «Εγώ λέω να φάμε κι έπειτα να πάμε στα βραχάκια στη Βουλιαγμένη για μια βουτιά», χαμογέλασε. «Ναι βέβαια, φαγωμένες καθώς θα ’μαστε... θα πρωταγωνιστήσουμε κι εμείς στη δική μας ταινία! Κι έπειτα, φοράς μαγιώ;», είπα εγώ. «Πάντα!», τράβηξε και μου ’δειξε την τιράντα του μπικίνι της.

Αμέσως μετά όμως τινάχτηκε: «δε φαντάζομαι να πνίγεται αυτός εδώ…  γι’ αυτό ρε τη λένε την ταινία “η θάλασσα μέσα μου;”», άρχισε να πλησιάζει στην υπόθεση με τεντωμένα μάτια. «Είσαι καλά παιδί μου; θα καθόμουν να δω μεσημεριάτικα ταινία με πνιγμούς;», είπα να παίξω λιγάκι μαζί της. «Ξέρω ’γω; Με την τρέλα που κουβαλάς εσύ...». «Σκάσε, τρώγε και βλέπε!», διέταξα.

Για λίγο λοιπόν μείναμε σιωπηλές. Πριν περάσουν πέντε λεπτά όμως, ο φακός συνέλαβε τον πρωταγωνιστή, έναν κατάκοιτο πενηντάχρονο άντρα. «Ο θείος γιατί είναι στο κρεβάτι; γρίπη;», χασκογέλασε η φίλη μου. «Ε, περίπου...», είπα εγώ. «Συγνώμη, τι βλέπουμε;», αναφώνησε εκείνη μόλις συνειδητοποίησε πως ο ασθενής ήταν τετραπληγικός. «Ταινία», εξήγησα το προφανές. «Έλα, δε μπορώ, βγάλ’ το!», είπε εκείνη. «Καμιά κωμωδία δεν έχεις;». «Σσσς... κι αυτή κωμωδία είναι», ψιθύρισα, για να κερδίσω χρόνο.

«Δε μοιάζει!», με στραβοκοίταξε. «Να σου θυμίσω αγαπητή μου τη θεία κωμωδία του Δάντη; Για να φτάσει στον παράδεισο τι προηγήθηκε; το καθαρτήριο! κι από που ξεκίνησε; απ’ την κόλαση!», ελίχθηκα. «Α πες έτσι, ’ντάξει τότε...», ειρωνεύτηκε η φίλη μου που καταλαβαίνοντας πως δε θα γλίτωνε εύκολα σιώπησε και συνέχισε να παρακολουθεί. Πλέον, ο επί είκοσι έξι χρόνια τετραπληγικός εξηγούσε σε μία όμορφη συνομήλική του δικηγορίνα, που έπασχε η ίδια από σκλήρυνση κατά πλάκας και που είχε δεχθεί να αναλάβει την υπόθεσή του αφιλοκερδώς, τους λόγους για τους οποίους ζητούσε να του επιτραπεί να θέσει τέλος στη ζωή του.

«Καλέ τι λέει;», έμπηξε μια φωνή η φίλη μου. «Λέει πως κάθε άνθρωπος θα ’πρεπε να είναι ελεύθερος να διαλέγει τη στιγμή της αποχώρησής του, αλλά δεν είναι», είπα σιγά-σιγά. Το βλέμμα της φίλης μου έγινε πραγματικά αστείο κι έτσι συνέχισα: «Όπως δεν είσαι κι εσύ ελεύθερη τώρα να διαλέξεις αν θα δεις την υπόλοιπη ταινία ή όχι. Απλώς θα την υποστείς!», σοβάρεψα απειλητικά. Εκείνη τόσα χρόνια μου επιβάλλεται, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά επειδή ξέρω πως αυτό την ικανοποιεί κι έτσι την αφήνω. Είχε έρθει όμως η ώρα να υποταχθεί με τη σειρά της.

Τότε κι αυτή, σαν να μην άκουσε καν τι είπα, σήκωσε το πιάτο της από το τραπεζάκι, βούλιαξε στον καναπέ και παρακολούθησε τη συνέχεια μασουλώντας. Κάναμε ώρα μέχρι να ξαναμιλήσουμε. Σηκώθηκε βέβαια τρεις φορές απροειδοποίητα. Μία υποτίθεται για να αφήσει το πιάτο της, μία για να πάει στο μπάνιο και μία για να πάρει από την τσάντα της το κινητό της. Κάθε φορά εγώ σταματούσα αδιαμαρτύρητα την ταινία και πατούσα το «play» μόνο αφού επέστρεφε.

Η φιλενάδα μου μέχρι να τελειώσει το έργο έστειλε τουλάχιστον είκοσι μηνύματα με το κινητό της και πρέπει να έλαβε άλλα τόσα. Παρ’ όλα αυτά, την είδε την ταινία μέχρι τέλους. Την κοίταζα στα κλεφτά που ακόμα κι όταν έγραφε σήκωνε κάθε τόσο τα μάτια για να μη χάσει τη συνέχεια. Μέχρι και τη σκηνή της αυτοκτονίας είδε.

Την ώρα του φινάλε όμως, διαβάζοντας το τελευταίο εισερχόμενο μήνυμά της, αναπήδησε. «Καλά είσαι άρρωστη; και την Τετάρτη πάλι την ίδια ταινία έβλεπες;». Με είχε μαρτυρήσει μια κοινή μας φίλη που μ’ είχε επισκεφτεί προχθές το βράδυ και με πέτυχε ενώ εγώ έψαχνα τη «θάλασσα μέσα μου» για δεύτερη φορά την ίδια βδομάδα.

«Και ζεις τελείως απομονωμένη εδώ πέρα μέσα, με τα πατζούρια κλειστά, ολομόναχη σ’ ένα σκοτεινό σπίτι! Μήπως ν’ ανησυχήσουμε;», κόντευε να γίνει διάγνωση σε βάρος μου. «Θα μπορούσατε πιθανώς να ανησυχήσετε... αν δεν είχα ένα κείμενο είκοσι χιλιάδων λέξεων που πρέπει να ετοιμάσω για το ζήτημα της ευθανασίας», είπα εγώ. Πράγμα που βέβαια είναι αλήθεια, αν και η μέρα που θα το παραδώσω αργεί πολύ να ξημερώσει. «Επίσης, το σπίτι δεν είναι σκοτεινό. Είναι ημιφωτισμένο μ' έναν σχεδόν μαγικό τρόπο. Κοίτα γύρω σου. Δες πόσες λάμψεις κατάλευκου φωτός μπαίνουν απ' τις γρίλιες...».

«Ναι καλά... δε μου λες, για κάνα μπάνιο έχεις πάει όλο το καλοκαίρι;», συνέχισε εκείνη. «Ναι, πήγα μια φορά», απάντησα. «Σήκω, φεύγουμε!», είπε. «Έχω δουλειά ρε», αρνήθηκα να εγκαταλείψω το κρησφύγετό μου. «Η ζωή αγάπη μου δεν είναι μια οθόνη», με αγνόησε και με υποχρέωσε να ακυρώσω το ραντεβού που είχα λίγο αργότερα. Βρεθήκαμε έτσι στα βραχάκια πριν χαθεί ο ήλιος. Εγώ στεκόμουνα σε μια άκρη και χάζευα την απέραντη θάλασσα. Κι εκείνη αφού τακτοποίησε την πετσέτα της, έτρεξε πίσω μου και με μία ιαχή μ’ έσπρωξε με φόρα!

Έπεσα λοιπόν βίαια στο νερό, μαζί βέβαια με τις μπρουσκέτες και τις μπύρες που κολυμπούσαν μέσα στο στομάχι μου. Το φχαριστήθηκα όμως πολύ αυτό το μπάνιο! Η «Παγώνα», που μάλλον δε θα σταματήσει ποτέ να με εκπλήσσει, αντί να με βομβαρδίσει με τις ακατάστατες διηγήσεις της για τις νέες της περιπέτειες, άρχισε μετά από λίγο να σχολιάζει την ταινία. Μου είπε πως της άρεσε πάρα πολύ η μουσική αλλά και η φωτογραφία της. Και πως τη βρήκε συγκινητική, ουσιαστική και βαθιά ανθρώπινη.

Μου μίλησε κάμποση ώρα και μάλιστα δεν παρέλειψε να μ’ ευχαριστήσει που στάθηκα η αφορμή να απολαύσει αυτόν τον «ύμνο στη ζωή!». Έτσι ακριβώς είπε. Η «Παγώνα»! Που δε με είχε ευχαριστήσει ποτέ ξανά για τίποτα! Κι ενώ ολοκλήρωνε τη διθυραμβική κριτική της, εγώ είχα πια ελαφρώς σαστίσει μ’ αυτόν τον ξαφνικό λυρισμό στις διατυπώσεις της. Αλλά κακώς αναστατώθηκα πως επρόκειτο για κάποιο επικίνδυνο συνδυασμό μπύρας, φαγητού και κρύου νερού.

«Ωραίος γκόμενος πάντως αυτός ο Ραμόν στα νιάτα του!», πρόσθεσε στο τέλος κι εμένα επέστρεψε η καρδιά μου από την Κούλουρη. Ξάπλωσε έπειτα το κεφάλι της ανάσκελα πάνω στο νερό. Τη μιμήθηκα αμέσως και μείναμε έτσι να επιπλέουμε, με τα πρόσωπά μας στραμμένα στη δύση. Πριν σκοτεινιάσει όμως σκαρφαλώσαμε και βγήκαμε έξω, λιγάκι ματωμένες βέβαια από τα βράχια, αλλά με ένα απίστευτο αίσθημα ευεξίας. Γιατί, πως να το κάνουμε; Η θάλασσα λυτρώνει την ψυχή. Κάποιες φορές, τουλάχιστον. Ακριβώς όπως κι ο θάνατος.


η θάλασσα που όλοι ονειρευόμαστε
ρώμη
η σκέψη μιας στιγμής
η πτώση
η πρόσκρουση
μια ζωή χωρίς αισθήματα
η θλίψη
ο πόθος του
ο πόθος της
η απεραντοσύνη της φαντασίας
η χαρά
το άγγιγμα
ο έρωτας
η παρηγοριά
η μοναξιά
υποστηρικτές και πολέμιοι της ελεύθερης βούλησης
δημοσιότητα
υδροκυάνιο
φεύγοντας
οδύνη
άφημα
θάνατος
ελευθερία!!!

11.8.11

you sexy thang!



με ανακατεμένα μαλλιά και ελάχιστο μακιγιάζ
μέσα σ' ένα απλό πουκαμισάκι κι ένα ξεθωριασμένο τζην 
θα μπορούσε ίσως να περάσει και απαρατήρητη...




με λιγότερα ρούχα όμως, 
η ξανθιά κυρία της προηγούμενης φωτογραφίας 
που δεν είναι άλλη από την 30χρονη Αγγλίδα ηθοποιό
Sienna Miller




εύστοχα απαλλαγμένη απ' το χαμόγελο της επιτυχίας
που τρομάζει τα περισσότερα αρσενικά 




και με μόνο όπλο την έντονη θηλυκότητά της 
απλώς... ξετρελαίνει τον ανδρικό πληθυσμό!


10.8.11

σκιάχτρα



είναι κάτι μορφές παράξενες
που μαρτυρούν το φόβο καθώς τον γεννούν
σαν καρνάβαλοι μοιάζουν επί ξύλου κρεμάμενοι
 τοτέμ απαράλλαχτα σ' ολόκληρη τη γη

ταπεινά, αυτοσχέδια γλυπτά της ανάγκης
δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας
απλοϊκά κατασκευάσματα σοφών χωρικών
ντυμένα με αποφόρια και παλιόρουχα

περιβολάρηδες, άγρυπνοι προστάτες
των καρπών από τ' αχόρταγα πτηνά
μουγκά ομοιώματα, βυθισμένα στη σιωπή
παλιά, παμπάλαια όσο και οι άνθρωποι

αμίλητοι αγροφύλακες
ακούνητες, γραφικές φιγούρες
τ’ αεράκι μόνο που χαρίζει κάποτε
μια ελάχιστη κίνηση στα κουρέλια τους

ίσα για να τρομάζουν τα παιδιά
που εύκολα μπορούν να επιμείνουν
«το σκιάχτρο πέρα στο χωράφι...
ξαφνικά ζωντάνεψε, πατέρα!»

κι όταν ο αέρας αγριεύει
αυτά που είναι όλο-όλο ένα πουκάμισο
σ’ ένα ξύλο, μπηγμένο στη γη
γίνονται οι πιο εξαίσιοι χορευτές  

πακτωμένα σε αμπέλια και σπαρτά
ακίνητα, με τεταμένα χέρια
σα νεκροί Χριστοί πάνω στο σταυρό
υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, όλο το καλοκαίρι 

κατάμονα στο λιοπύρι, κάτω από τ’ αστέρια
από την άνοιξη ήδη, πριν δέσουν οι καρποί
μέχρι τα μισά του φθινοπώρου
που έχουν πια ξεθωριάσει ολότελα

κι αφού παύσει η συγκομιδή
κουτσουλημένα από πουλιά ατρόμητα 
σπασμένα ίσως εδώ και’ κει απ’ τον αγέρα
ξεριζώνονται και τιμωρούνται στην πυρά

τα παιδιά πηδούν πάνω απ’ τις φωτιές
όλοι χορεύουν, τραγουδούν, τρώνε και πίνουν
γλεντώντας που όλα πήγαν κατ’ ευχήν με τη σοδειά    
και μόνο εκείνα, ως αθώα, θανατώνονται στις φλόγες









 







9.8.11

Roland, ο τρομερός!


ο άντρας της φωτογραφίας
χρησιμοποιεί αμέτρητα ψευδώνυμα
τα:
South Street Player
Urban Soul
Dark Clark
Digital Pimp
Houseboy
Keita
είναι μόνο κάποια απ’ αυτά

όχι, δεν είναι κάποιος διαβόητος εγκληματίας
λέγεται Roland Clark
και είναι απλώς ένας από τους πιο πετυχημένους
τραγουδιστές, παραγωγούς, deejay και τραγουδοποιούς
της διεθνούς house μουσικής σκηνής


εν αναμονή...


Tom Farrell, "waiting room"


Η αλήθεια είναι πως καθυστέρησα κάνα τέταρτο να φύγω απ’ το γραφείο μου. Έγραφα κάτι που «τσούλαγε» καλά εκείνη τη στιγμή και δεν ήθελα να το αφήσω. Διότι, ως γνωστόν, η έμπνευση είναι εντελώς απείθαρχη. Όσο κι αν την επικαλείσαι, έρχεται τελικά μόνο όταν εκείνη το θελήσει. Τι να γίνει όμως; Χωρίς αυτήν το χαρτί παραμένει άγραφο, λευκό. Κι έτσι κι εγώ ανέχομαι αναγκαστικά όλα της τα καπρίτσια και κανονίζω τη ζωή μου σύμφωνα με τις δικές της βουλές.   

Καθώς πληκτρολογούσα, ήξερα βέβαια πως κινδύνευα ν’ αργήσω. Και για να σώσω ύστερα την κατάσταση, έτρεχα στους δρόμους σα δαιμονισμένη. Αλλά λόγω του ότι οι αυγουστιάτικες λεωφόροι της πρωτεύουσας είναι όσο ευρύχωρες έδειχναν στις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες, έφτασα τελικά στην ώρα μου. Χτυπώντας το κουδούνι του ιατρείου έλεγξα το κινητό μου. Οκτώ νταν!  Χάρηκα, γιατί η ασυνέπεια στα ραντεβού είναι κάτι που μισώ θανάσιμα.

Η πόρτα άνοιξε και προχώρησα στην αίθουσα υποδοχής. Στους καναπέδες καθόντουσαν επτά άνθρωποι. Πιο μέσα είδα καθισμένους περίπου άλλους τόσους. Παρά τον κλιματισμό, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά.
-          «συγνώμη, έχω ραντεβού στις οκτώ», είπα σε μια αγέλαστη πενηντάρα, που προφανώς εκτελούσε χρέη γραμματέως
-          «προηγούμενες εξετάσεις έχετε φέρει;», είπε εκείνη κοφτά
Τις της έδωσα και προσπάθησα να τις εξηγήσω τις βασικές πληροφορίες για να τις μεταφέρει στον ειδικό.
-          «εδώ έχω…»
-          «στον γιατρό θα τα πείτε αυτά, καθίστε», με διέκοψε και απομακρύνθηκε
-          «με συγχωρείτε, όλοι αυτοί είναι ασθενείς;», την πρόλαβα πριν εξαφανιστεί στα ενδότερα του ιατρείου
-          «ε ασθενείς είναι, κυρία μου!», γύρισε και με αγριοκοίταξε 

Έκατσα λοιπόν σα μαλωμένο μαθητούδι σε μια γωνιά, πάνω σε μια άβολη πτυσσόμενη καρέκλα και αποφάσισα να χρονομετρήσω τον επιστήμονα. Θα μπορούσε και να ήταν φαινόμενο ταχύτητας. Ποτέ δεν ξέρεις. Πέρασαν λοιπόν καμιά δεκαριά λεπτά και τότε βγήκε ο ασθενής που ήταν ήδη στο γραφείο του γιατρού την ώρα που εγώ έφτασα. «Άρα, ένα δεκάλεπτο για τον καθένα, το ’χουμε σίγουρο», σκέφτηκα. Κι άρχισα να υπολογίζω: «αν θέλει δέκα λεπτά για κάθε εξέταση, επί... πόσοι άραγε είναι εδώ πέρα μέσα;»

Για να λύσω το κατά τα άλλα απλό αριθμητικό μου πρόβλημα έπρεπε πρώτα να βεβαιωθώ για τον αριθμό των ασθενών που προηγούνταν.
Σηκώθηκα λοιπόν, δήθεν αδιάφορα κι έκανα μια βόλτα στους δύο συνεχόμενους χώρους υποδοχής. Σίγουρα, θα ’χε πιο πολλή πλάκα αν έδειχνα κάθε ένα από τα καθισμένα πρόσωπα με τον δείκτη μου και αν μετρούσα δυνατά, όπως κάνουν στα εκδρομικά πούλμαν για να βεβαιωθούν πως δεν ξέχασαν κανέναν στις εξοχές. Αλλά, προτίμησα να φερθώ κόσμια και προσποιήθηκα πως ήθελα απλώς να δω τα περιοδικά και στα δύο τραπέζια.

«Δεκατρείς... γκαντεμιά!», είπα μέσα μου ενώ επέστρεφα στο ελεεινό κάθισμά μου με λάφυρο ένα περιοδικό για πανάκριβα ρολόγια χειρός, που ουδόλως με ενδιαφέρουν. Συνέχισα έτσι απ’ το σημείο που ήμουν προηγουμένως. «Δεκατρείς επί δέκα, μας κάνει εκατόν τριάντα, δηλαδή δύο ώρες και δέκα λεπτά». «Ω ρε μανούλα!», ψιθύρισα. Παρ’ εκτός κι αν... μερικοί δεν ήταν οι ίδιοι ασθενείς, αλλά συνοδοί ασθενών, οπότε έτσι θα γλιτώναμε χρόνο. «Για κάτσε να τσεκάρω», σκέφτηκα και ξανασηκώθηκα, αφού πρώτα ξεφύλλισα νευρικά το περιοδικό μου.

Για τις εντυπώσεις το έκανα αυτό δηλαδή, όχι για κανέναν άλλο λόγο. Με τα ρολόγια δεν τα πάω καλά, τα θεωρώ εργαλεία αυτο-ψυχαναγκασμού. Αλλά, κάποιοι σίγουρα με περιεργάζονταν εκείνη την ώρα (η συνηθέστερη πρακτική αναμεταξύ ασθενών σε αίθουσες αναμονής ιατρείων) και φαντάζομαι θα τους παραξένευε αν σηκωνόμουν να αλλάξω περιοδικό, χωρίς προηγουμένως να έχω ρίξει ούτε μια ματιά σ’ εκείνο που κρατούσα. Εξεπλάγην με τις τσουχτερές τιμές! Κάτω-κάτω στις ολοσέλιδες ιλουστρασιόν φωτογραφίες των ομολογουμένως κομψών χρονογράφων αναγράφονταν αστρονομικά νούμερα: 5.870 ευρώ, 6.745 ευρώ... «ρε, που έχουμε φτάσει!», μουρμούρισα, κουνώντας το κεφάλι ακριβώς όπως θα έκανε ο μπαμπάς μου.

Αφού τίμησα το DNA μου ως όφειλα, σηκώθηκα και πήρα ένα άλλο περιοδικό, το εξώφυλλο του οποίου επίσης δεν κοίταξα, διότι προσπαθούσα ταυτόχρονα να εντοπίσω ποιος συνοδεύει ποιον. Τζίφος! Καθένας τους διατηρούσε απ’ τον διπλανό του τη λογική απόσταση που κρατάει κάποιος από έναν άγνωστο και κανείς δε μιλούσε με κανένα. Όλοι υπέμεναν σιωπηλά τη μπαρόκ μουσική που μας είχε επιβάλλει ο ντόκτορας. Κατά τα φαινόμενα, ο ιατρός συγκεντρωνόταν καλύτερα ακούγοντας Bach. Εκτός κι αν του ’χαν πει πως η μουσική του συγκεκριμένου συνθέτη γαληνεύει τους ασθενείς κατά την ατέρμονη αναμονή τους πριν την εξέταση. Θα μπορούσα βέβαια να τον διαβεβαιώσω προσωπικά πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Γιατί ενώ στην αρχή είχα πράγματι χαρεί στο μελωδικό άκουσμα της γνωστής σε όλους «άριας στη σολ χορδή», στη συνέχεια ανέχτηκα κάποια βαρύγδουπα πρελούδια, για τα οποία δεν γνωρίζω περισσότερες λεπτομέρειες, ενώ τώρα πια σχεδόν υπέφερα με την περίφημη «φούγκα για εκκλησιαστικό όργανο σε ρε ελάσσονα» που αν τύχει να την ακούσεις βραδάκι καλοκαιριού σε προχώλ ιατρείου, το μόνο που θα θες, με στοίχημα δηλαδή, θα είναι να φουντάρεις από το μπαλκόνι!  Λίγο λοιπόν οι ανυπόφορες μουσικές επιλογές του γιατρού, λίγο τα χνώτα στο δροσερό πλην αεροστεγώς κλειστό σαλόνι, λίγο η αναμονή που δεν προβλεπόταν μικρότερη του δίωρου και λίγο η απουσία τη στιγμή εκείνη της αντιπαθούς γραμματέως, με οδήγησαν... στον εξώστη.

Κρατώντας στο ένα χέρι την τσάντα μου και στο άλλο το αγνώστου περιεχομένου περιοδικό, κατευθύνθηκα ακροπατώντας προς τα έξω. Κρύφτηκα επιδέξια πίσω απ’ την κουρτίνα, άνοιξα τη μπαλκονόπορτα με ταχύτητα διαρρήκτη, τη δρασκέλισα και την έκλεισα πίσω μου όσο πιο προσεκτικά μπορούσα. Ψαχούλεψα αμέσως τα υπάρχοντά μου, βρήκα τα τσιγάρα μου, τράβηξα ένα και άρχισα να καπνίζω μακαρίως στο μπαλκόνι του γιατρού, με μόνη παρέα τις εξωτερικές μονάδες από τα κλιματιστικά του. Πάνω σε μία απ’ αυτές άφησα να πέσει το περιοδικό που τόση ώρα κράταγα, για να ελευθερώσω το ένα μου χέρι.

«Τι είν’ αυτό πάλι;», σκέφτηκα βλέποντας το εξώφυλλο. Το περιοδικό που είχα διαλέξει στα τυφλά, ήταν ένα παλιό ξενόγλωσσο τεύχος, με την ονομασία «Modern Drunkard», το οποίο, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, εκτός του ότι ήταν εξειδικευμένο περιοδικό για πότες, με θεματολογία του στυλ «πως να αντιμετωπίσετε το hang-over», «γιατί πίνω» κτλ., είχε σταλεί προσωπικά στον ιατρό, καθότι στο οπισθόφυλλο ήταν κολλημένη μια ξεθωριασμένη ετικέτα με τα στοιχεία του.

Να ΄χε γίνει συνδρομητής από ιατρικό ενδιαφέρον; Μπααα... Να τον είχαν πλευρίσει σε κάποιο συνέδριο στο εξωτερικό και να του το στέλναν με το ζόρι; Απίθανο! Κι αν πάλι ο γιατρός τα ’τσουζε, έτσι θα το ’χε το περιοδικό; παρατημένο στο σαλόνι να το βλέπουν όλοι; Σίγουρη απάντηση δεν είχα, αλλά κάπου εκεί άρχισα να πιστεύω πως ίσως και ν’ άξιζε τελικά η παρατεταμένη αναμονή. Αυτός ο γιατρός μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον.
Σκόπευα λοιπόν να τελειώσω το τσιγάρο μου και να επιστρέψω στο καθιστικό για να ψάξω όλα του τα περιοδικά, σκιαγραφώντας εγκαίρως το ψυχολογικό προφίλ του ανθρώπου που θα γνώριζα σε λίγο.

Καπνίζοντας λοιπόν, χάζευα τους διαβάτες κάτω στο δρόμο και ένα περιστέρι που μάλλον έπασχε από αϋπνίες γιατί αν και αργά αυτό βολτάριζε λίγο πιο πέρα στο μπαλκόνι. Και κάπως έτσι ζούσα στιγμές ευδαιμονίας. Το χαμόγελο όμως που είχε ζωγραφιστεί στα χείλη μου, σκεπτόμενη το καινούργιο μου ανώδυνο παιχνίδι, διακόπηκε βάναυσα από μια διαπεραστική φωνή ακριβώς πίσω απ’ τον ώμο μου.
-          «τι κάνετε εδώ;!!!», με κατακεραύνωσε η γραμματέας
-          «ηλιοθεραπεία», απάντησα σαν αντίδραση στην τρομάρα που πήρα
-          «απαγορεύεται να βρίσκεστε εδώ!», είπε ο Κέρβερος επιτακτικά
-          «που το γράφει;», αντιμίλησα
-          «ελάτε μέσα!», με διέταξε
-          «να ρωτήσω...μας είχατε μετρήσει;», την πείραξα ενώ συμμορφωνόμουν στην εντολή της 
-          «ανησύχησαν οι κύριοι!», απάντησε ξερά

«Α, ώστε έχουμε και ρουφιάνους στην παρέα!», σκέφτηκα κι ενώ ξανακαθόμουν στη διαολεμένη καρέκλα, είπα δυνατά «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας, σωστά;» επίτηδες για να με ακούσουν όλοι και κοίταξα επιθετικά ένα γύρω. Ουδείς ασχολήθηκε με το σχόλιό μου. Μετά από λίγο, θέλησα να ξαναμετρήσω την ομήγυρη, να δω τι πρόοδος είχε σημειωθεί κατά την απουσία μου. Τώρα όμως είχα πια το πάνω χέρι. Αφού με «κάρφωσαν» δεν είχα κι εγώ κανένα λόγο να κρατάω τα προσχήματα. Απλώς σηκώθηκα και τους μέτρησα. «Σκατά!», σκέφτηκα. «Ακόμα δεκατρείς; Τι διάολο κάνει εκεί μέσα ο αλκοολικός γιατρός;».

Για κάποια ώρα ακόμα έκατσα ήσυχη στον προθάλαμο του ιατρείου. Σχετικά ήσυχη, δηλαδή. Σύντομα άρχισα να ψαχουλεύω τα περιοδικά στο μεγάλο τραπέζι, κοντά στο γραφείο της γραμματέως, χωρίς όμως να βρω κάτι ενδιαφέρον. Περιοδικά για γιοτ, άπειρα τεύχη του στείρου «Ιδέες & Λύσεις», μερικά «National Geographic» και λίγα «Κ» που τα εκτιμώ πολύ, αλλά που δεν έχουν να λένε τίποτα απολύτως για αυτόν που τα διαβάζει. Απογοητεύτηκα, αλλά συνέχισα με το άλλο τραπεζάκι, το πιο μικρό, που ήταν στο μέσα δωμάτιο.  Εκεί, σύντομα βρέθηκα γονατισμένη στο δάπεδο να βλέπω και να μην πιστεύω!

Πάμπολλα τεύχη του εντύπου για τους μπεκρήδες και όχι μόνο! Στο ράφι κάτω από τη γυάλινη επιφάνεια του επίπλου υπήρχαν αραδιασμένα κάτι περίεργα πράματα. Βρήκα τεύχη από ένα περιοδικό που λεγόταν «Girls and Corpses», που σημαίνει «Κορίτσια και Πτώματα» και από ένα άλλο με τίτλο «A Bears Life», που απευθυνόταν σε δασύτριχους άντρες. «Κύριε τον δυνάμεων!», σκέφτηκα. «Ένας γιατρός αλκοολικός, πολύ τριχωτός και επιπλέον... νεκρόφιλος!». Κι έπειτα συλλογίστηκα πως ο άνθρωπος αυτός είχε προφανώς δύο προσωπικότητες. Γιατί τα άλλα μισά περιοδικά του ήταν τελείως συντηρητικά, όπως άλλωστε και η γεροντική διακόσμηση του ιατρείου του, όπως η παλαιολιθική μουσική του, όπως ακριβώς και η θεόξινη βοηθός του.

Τότε ήταν που ενθουσιάστηκα για τα καλά! Ε λοιπόν, θα μπορούσα να περιμένω χρόνια για να τον γνωρίσω αυτόν τον τύπο, μόνο και μόνο για να τον έχω απέναντί μου λίγη ώρα κι ας μου ’λεγε πράγματα αδιάφορα, όπως ας πούμε τι είδους αγωγή θα έπρεπε να ακολουθήσω κατά τη γνώμη του για την υποτιθέμενη χρόνια πάθησή μου. Αλλά, αυτό σε θεωρητικό επίπεδο. Πρακτικά, ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε η παιδική μου ανυπομονησία. Εξακολουθώ να ασφυκτιώ το ίδιο πολύ όποτε πρέπει να περιμένω να με δεχθεί ένας γιατρός, όπως τότε που ήμουν παιδί κι οι γονείς μου χρησιμοποιούσαν δεκάδες τεχνάσματα για να με πείσουν να κάτσω καλά, αν και σπανίως τα κατάφερναν.

Τώρα που είμαι πια μεγάλη και κανείς δε θα με πίστευε αν του εκμυστηρευόμουν πως συνεχίζω να υποφέρω από το σύνδρομο «μαμά βαρέθηκα, θέλω να φύγουμε... τωωωώρα!!! πάμε, σε παρακαλωωωώ... μπουχουχουχουχου...», έχω βρει ένα κόλπο για να συντομεύω τις διαδικασίες, όποτε απαιτείται. Το τρυκ μου, στο οποίο με βοηθάει πολύ η σθεναρή φωνή και το κατά περίπτωση συνοφρυωμένο ύφος μου, στηρίζεται εξ’ ολοκλήρου σε λογικά επιχειρήματα. Διότι τι πιο αληθοφανές, από την αγανάκτηση ενός μεσήλικα, ο οποίος αναγκάζεται από έναν επαγγελματία, ανεξαρτήτως ειδίκευσης, να αναμένει πέραν ενός εύλογου χρονικού διαστήματος;

Αυτή ακριβώς τη μέθοδο ομολογώ πως χρησιμοποίησα για να συντρίψω ψυχολογικά την αχώνευτη γραμματέα, μόλις εκείνη με πλησίασε, καθώς εγώ ήμουν στο πάτωμα μπροστά στο τραπεζάκι. Διότι, ενώ είχα απορροφηθεί στα αλλοπρόσαλλα αναγνώσματα του γιατρού, δεν πρόσεξα πως βαθμηδόν κατέληξα κατάχαμα, με την τσάντα μου πεταμένη δίπλα, με τα πόδια ανοιχτά και με έναν ακατάστατο σωρό περιοδικά ανάμεσά τους.
-          «επιτέλους, σηκωθείτε από κάτω!», γρύλισε εκείνη 
-          «θα σηκωθώ μόλις μου πείτε σε πόση ώρα θα δω τον γιατρό», της χίμηξα με τη σειρά μου
-          «μα σας παρακαλώ πια!», αγανάκτησε
-          «κι εγώ σας παρακαλώ! έρχομαι εδώ ακριβώς στην προκαθορισμένη ώρα του ραντεβού μου για να διαπιστώσω πως προηγούνται δεκατρείς ασθενείς! το βρίσκετε λογικό;», την κοίταξα κατάματα
-          «εσείς το βρίσκετε λογικό που είστε η μόνη που διαμαρτύρεστε;», επιχείρησε ένα «σαχ» εναντίον μου
-          «καλή προσπάθεια, αλλά για εξηγήστε μου γιατί η επιγραφή σας στην είσοδο της πολυκατοικίας αναφέρει “ο ιατρός δέχεται μόνο κατόπιν ραντεβού”; παρακαλώ, εξηγήστε μου το λόγο ύπαρξης αυτής της διευκρίνησης!», αντεπιτέθηκα   
-          «είναι η πρώτη φορά που σας τυχαίνει συνωστισμός σε ιατρείο;»
-          «δυστυχώς, όχι», παραδέχτηκα κι άρχισα να βάζω τα περιοδικά στη θέση τους «αυτό όμως δε δικαιολογεί ετούτη την αθλιότητα! αν όλοι οι ασθενείς αντιδρούσαν αποχωρώντας, οι γιατροί αυτομάτως θα άλλαζαν τακτική»
-          «οι ασθενείς έχουν κατανόηση», ξεροκατάπιε
-          «δεν έχουν κατανόηση, απλώς επιδιώκουν την εύνοια του γιατρού και γι’ αυτό δέχονται αδιαμαρτύρητα τους κανόνες που αυτός ορίζει, συντηρώντας έτσι την έπαρσή του στο διηνεκές!», αποκάλυψα την αλήθεια χωρίς καθόλου φόβο αλλά με μπόλικο πάθος
-          «στο κάτω-κάτω, συγκεκριμένα από εσάς ο ιατρός δε θα αμειφθεί. έχετε έρθει εδώ με παραπεμπτικό απ’ το ταμείο σας!», είπε η γραμματέας πολύ δυνατά με μάτια που γυάλιζαν και με ένα ύφος εντελώς περιφρονητικό, σαν να είχα εγώ λιγότερα δικαιώματα από τους άλλους ασθενείς, επειδή η επίσκεψή μου θα πληρωνόταν από τον ασφαλιστικό μου φορέα κι όχι από μένα προσωπικά.  

Τινάχτηκα όρθια και θα γινότανε μεγάλος σαματάς, αν δεν εμφανιζόταν στη σάλα τη στιγμή εκείνη ο γιατρός, συνοδεύοντας την ασθενή που μόλις έφευγε. Μπορεί και να ΄χε ακούσει τη λογομαχία μου με τη γραμματέα του και ίσως βγήκε για να ελέγξει τι συμβαίνει. Μπορεί όμως να ήρθε και τυχαία, σαν από μηχανής Θεός. Χαμογέλασε σε όλους, χαιρέτησε ευγενικά και ζήτησε από την υπάλληλό του να τον ακολουθήσει. Καθώς τον κοιτούσα να απομακρύνεται με τη στριμμένη κυριούλα, ο θυμός μου εξατμίστηκε!

Αντικαταστάθηκε αστραπιαία από απορία. Αυτός ήταν ο διεστραμμένος γιατρός της φαντασίας μου; Ένας κοντούλης μικροσκοπικός κύριος κοντά εβδομήντα ετών; Μα καλά, σε τι ηλικία συνταξιοδοτούνται οι γιατροί; Και που ήταν ο θηριώδης, δασύτριχος, αλκοολικός τύπος με τα άσχημα γούστα; Τούτος ’δω είχε αραιά άσπρα μαλλιά, φίνους τρόπους, εγκάρδιο χαμόγελο και πεντακάθαρο βλέμμα. Έκπληκτη καθώς ήμουν, περίμενα τη γραμματέα του να επανεμφανιστεί κι ύστερα της ανακοίνωσα με μετρημένες κουβέντες πως θα πήγαινα μια βόλτα και θα επέστρεφα λίγο αργότερα. Έτσι κι αλλιώς, η σειρά μου αργούσε πολύ ακόμα.

Σε άλλη περίπτωση θα είχα σηκωθεί και θα ’χα φύγει. Απεχθάνομαι τους ανθρώπους που θεωρούν πως αξίζουν περισσότερο από τους υπόλοιπους επειδή στη νιότη τους έτυχε να ξεμείνουν λίγο παραπάνω στα θρανία και εξ’ αιτίας αυτού φέρονται ύστερα στους άλλους με ασέβεια! Αλλά θα ’σκαγα αν δεν μάθαινα τι στην ευχή γύρευαν αυτά τα μυστήρια περιοδικά σ’ εκείνο το ιατρείο. Έτσι, αφού έκανα μια τεράστια βόλτα κι αφού κάπνισα μισό πακέτο τσιγάρα, επέστρεψα και πάλι στο αφιλόξενο γραφείο.
Πλησίαζε πια η ώρα να ξεμοναχιάσω τον γηραιό κύριο και να μάθω επιτέλους τι συνέβαινε. Και αυτή η προοπτική με όπλισε με αρκετή υπομονή. Απλώθηκα λοιπόν στον καναπέ που είχε πια αδειάσει και μάλιστα άκουσα και το υπόλοιπο CD του Bach (ναι, έπαιζε για δεύτερη φορά η ίδια μουσική!), παρότι θα μπορούσα κάλλιστα να αμυνθώ, επιστρατεύοντας το mp-3 μου. 

Η γραμματέας ήρθε κοντά μου. Δεν ξέρω αν εκτελούσε εντολές του εργοδότη της, ή αν θεώρησε η ίδια πρέπον να αποκατασταθούν οι σχέσεις μας προτού βρεθώ στο εξεταστήριο, πάντως μου είπε ευγενικά: «Να σας προσφέρω κάτι να πιείτε;». «Α, μάλλον όλοι εδώ πέρα μέσα έχουν δύο προσωπικότητες», σκέφτηκα και είπα χαμογελώντας «ένα ποτήρι κρύο νερό θα το έπινα ευχαρίστως». Το παρ’ ολίγον θύμα μου, επέστρεψε μετά από τρία λεπτά μ’ ένα καλοσερβιρισμένο νερό. Σε φαρδύ ποτήρι, όπως μ’ αρέσει και με κάμποσα μεγάλα παγάκια να κολυμπάνε μέσα του. Ευχαρίστησα γενναιόδωρα και το ήπια στην υγειά της. Αυτό φυσικά σήμαινε συμφιλίωση.

Αλλά, η γραμματέας πήγαινε γυρεύοντας. «Σε όλους τυχαίνουν άσχημες μέρες... θα είχατε τα νεύρα σας σήμερα...», παρατήρησε μ’ ένα ηλίθιο βλέμμα που γαργάλισε κάθε κύτταρο του εγκεφάλου μου. Αποτελείωσα κι εγώ το νερό μου, απομάκρυνα αργά το ποτήρι απ’ το στόμα μου και είπα ήσυχα και χαμογελαστά «ε, βέβαια έχω προβλήματα με τα νεύρα μου, αλλιώς γιατί βρίσκομαι σε ιατρείο νευρολόγου;». Το χαμόγελο σβήστηκε τότε απ’ το πρόσωπό της. «Ο κύριος Θεοδώρου δεν είναι νευρολόγος», είπε ξέπνοα. «Πως; και τι είναι;», ρώτησα δήθεν έκπληκτη. «Ωτορινολαρυγγολόγος», απάντησε σαστισμένη, αλλά την ίδια στιγμή το πνιχτό γελάκι της κυρίας που καθόταν απέναντι, την έσωσε από τη συνέχεια που της ετοίμαζα.

Έτσι, επέστρεψε ηττημένη στο γραφείο της και δεν ξαναασχολήθηκε μαζί μου. Δεν ξέμεινα όμως από συνομιλητή. Μου έπιασε αμέσως την κουβέντα η κυρία που ακόμα χασκογελούσε, την οποία θα εξέταζε ο γιατρός προτού παραλάβει εμένα. Ήταν μια γυναίκα πολύ περιποιημένη, μεγάλης ηλικίας. Βρισκόταν στο περίεργο ιατρείο πριν εμφανιστώ εγώ κι έτσι είχε παρακολουθήσει όλα όσα είχαν προηγηθεί. «Δίκιο έχεις!», μου είπε συνωμοτικά. «Οι γιατροί θεωρούν πως ο δικός μας χρόνος αξίζει λιγότερο απ’ τον δικό τους κι ας τους χρυσοπληρώνουμε για να μας δουν». «Δίκιο έχω, το ξέρω, αλλά γιατί ψιθυρίζετε; αυτά πρέπει να τα βροντοφωνάζουμε, αλλιώς δε θ’ αλλάξει ποτέ τίποτα», απάντησα.

«Ε παιδί μου, εμείς είμαστε μεγάλοι πια, έτσι έχουμε μάθει... εσείς οι νέοι πρέπει ν’ αγωνιστείτε για να διορθώσετε τα κακώς κείμενα», είπε τρυφερά. Ούτε θυμάμαι πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που κάποιος με αποκάλεσε «νέα». Μ’ άρεσε ο τρόπος της κυρίας αυτής, εξίσου με το σουλούπι της. Έτσι κι αλλιώς έχω μια μικρή αδυναμία στους ηλικιωμένους, ίσως ακριβώς επειδή σε σχέση μ’ αυτούς εγώ θεωρούμαι ακόμα νέα. Οπότε δε συνέχισα την κάπως στενάχωρη κουβέντα για τους υπερόπτες γιατρούς, απλώς της χάρισα το πιο γλυκό μου χαμόγελο και άλλαξα θέμα.

Λίγο αργότερα βρέθηκα επιτέλους πια στην πολυθρόνα απέναντι απ’ τον αμφιλεγόμενο γιατρό. Είδε τις παλιές μου εξετάσεις, ταλαιπώρησε κάμποσο τη μύτη μου, είπε διάφορα εύστοχα πράγματα και στο τέλος με συμβούλευσε να εγκαταλείψω την ολέθρια συνήθεια του καπνίσματος. Μένοντας μαζί του περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας, επιβεβαίωσα την αρχική μου εντύπωση. Ο γιατρός ήταν ένας προσιτός, ανεπιτήδευτος και ευχάριστος άνθρωπος. Παρ’ όλα αυτά, δε θα μου γλίτωνε! Όταν πια ήρθε η ώρα να φύγω, του είπα:
-          «δε μου λέτε γιατρέ, να σας ρωτήσω και κάτι άλλο... το... αυτό... εννοώ... τα περιοδικά που έχετε έξω, έτσι... πως κι έτσι; δηλαδή, θέλω να πω...»
-          «α, τα αμερικάνικα περιοδικά λέτε;», χαμογέλασε ο συμπαθής γιατρός
-          «ναι»
-          «μου τα στέλνει ο γιος μου»
-          «ααα, ο γιος σας... και γιατί σας τα στέλνει; συγνώμη κιόλας για την αδιακρισία...»
-          «δεν πειράζει... ο γιος μου ζει στη Ν. Υόρκη. έχει σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων και διευθύνει τον όμιλο που εκδίδει αυτά τα περιοδικά»
-          «τι λέτε...»
-          «σας παραξένεψαν;
-          «ναι, όχι! δηλαδή είναι πρωτότυπα...»
-          «συγκαταλέγονται στα πιο περίεργα περιοδικά που κυκλοφορούν σ’ όλο τον κόσμο», είπε πρόσχαρα ο περήφανος πατέρας
-          «μοναχογιός είναι;», μάντεψα σωστά
-          «ναι, μοναχογιός», είπε σιγανά και μου επέστρεψε τον φάκελό μου
-          «σας λείπει;», έξυσα την πληγή καθώς σηκωνόμουν
-          «πολύ!», απάντησε και μ’ άφησε για ένα λεπτό να δω τη θλίψη

Κι έτσι τελικά δεν του 'πα όσα σκόπευα, για την κακή του οργάνωση που κόστιζε σ' ένα πλήθος κόσμου εξοργιστικά πολύ χρόνο και τα λοιπά και τα λοιπά. Αλλά δε μπόρεσα. Γιατί αυτός ο γιατρός δε σκάμπαζε από υπεροψία. Μάλλον απλώς "έτσι είχε μάθει", που θα 'λεγε και η προηγούμενη ασθενής του.