8.8.11

Fayum, το παραμύθι των νεκρών



Στα πολύ παλιά χρόνια, Φαγιούμ λεγόταν μια τοποθεσία της αρχαίας Αιγύπτου, ένα παραδεισένιο μέρος που βρισκόταν καμιά εκατοστή χιλιόμετρα νότια του Καΐρου. Η περιοχή αυτή ήταν μια κοιλάδα στις δυτικές όχθες του Νείλου, και ως κοιλάδα ήταν εξαιρετικά εύφορη. Στα αρχαία χρόνια το Φαγιούμ ήταν επίσης ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά κέντρα της μυστηριώδους αυτής χώρας. Εκεί λατρευόταν ο κροκόδειλος θεός Σομπέκ, που στο αιγυπτιακό πάνθεον ήταν ο θεός της γονιμότητας.

Στους ελληνιστικούς χρόνους όμως, ανάμεσα δηλαδή στο 323 και το 146 π.Χ., το Φαγιούμ, ακριβώς λόγω του γόνιμου εδάφους του, εκτός από τους ντόπιους προσέλκυσε και διάφορους άλλους πληθυσμούς. Έτσι, Έλληνες, Ρωμαίοι, Σύριοι, Εβραίοι και Νούβιοι βρέθηκαν εκεί να ζουν μαζί ειρηνικά, καλλιεργώντας τη γόνιμη γη και μετατρέποντας το Φαγιούμ σε μια μικρή πολυεθνική κοινωνία. Και η γλώσσα που μιλούσαν οι άνθρωποι σ’ αυτόν τον τόπο, δεν ήταν άλλη από την ελληνική, όπως άλλωστε συνέβαινε σε ολόκληρη την Αίγυπτο την εποχή εκείνη.   
 
Στην πορεία βέβαια, οι σκληροί φόροι που επέβαλλαν οι Ρωμαίοι, ανάγκασαν τους πλούσιους γαιοκτήμονες, που μοιράζονταν αυτή τη στενή λωρίδα της πρόσφορης Αιγυπτιακής γης, να εγκαταλείψουν σιγά-σιγά την περιοχή. Έτσι, το Φαγιούμ ερήμωσε. Και το μόνο που απέμεινε να κινείται στην εγκαταλελειμμένη κοιλάδα ήταν οι άνεμοι που φυσούσαν κι έφερναν μαζί τους άμμο. Τόση πολλή άμμο έφεραν που με τον καιρό, το άλλοτε ξακουστό Φαγιούμ σκεπάστηκε τελείως και σβήστηκε απ’ τον χάρτη. Κάτω απ’ τη χρυσαφιά σκόνη της ερήμου θάφτηκαν τα πάντα. Μαζί και τα έργα των κατοίκων της πάλαι ποτέ φημισμένης πόλης.   

Πέρασαν έτσι αιώνες και αιώνες και βέβαια κανείς δε γνώριζε τίποτα απολύτως για τις ταφικές συνήθειες των ευκατάστατων κατοίκων του Φαγιούμ από τη μακρινή ελληνιστική περίοδο. Γιατί οι πλούσιοι που μετοίκησαν τότε στο Φαγιούμ λάτρευαν τους νεκρούς τους ως εξής: κάθε που πέθαινε ένας δικός τους, τον μετέφεραν στην κοντινή νεκρόπολη κι εκεί τον παρέδιδαν στους ταριχευτές. Εκείνοι, με μια διαδικασία που κρατούσε εβδομήντα ολόκληρες ημέρες και με τους ιερείς να διαβάζουν άγια κείμενα, επιτηρώντας τους καθ’ όλη τη διάρκεια της ταρίχευσης, μουμιοποιούσαν τελικά τον νεκρό, ο οποίος μετά απ’ όλα αυτά ήταν πια έτοιμος να ταφεί. 

Τελευταίο, ενσωματωνόταν στη μούμια το πορτραίτο του νεκρού, το οποίο τοποθετούταν στο σημείο της κεφαλής του κι ύστερα, με μια κατανυκτική τελετή, ο νεκρός κατέβαινε με σχοινιά στην τελευταία του κατοικία, που δεν ήταν παρά ένα βαθύ, ξερό πηγάδι. Διότι, οι εύποροι άνθρωποι της ελληνιστικής περιόδου στο Φαγιούμ, επηρεασμένοι από τα αιγυπτιακά έθιμα, είχαν υιοθετήσει ένα συνδυασμό λατρευτικών συνηθειών για τους αγαπημένους τους που έφευγαν απ’ τη ζωή. Εφάρμοζαν μαζί, τόσο την πανάρχαια αιγυπτιακή τακτική του βαλσαμώματος, όσο και τον ενταφιασμό, που ήταν συνήθεια καθαρά αρχαιοελληνική. 

Αυτές, λοιπόν, οι μικρών διαστάσεων προσωπογραφίες, που στερεώνονταν στις σαρκοφάγους, μπροστά από τα πρόσωπα των νεκρών, ήταν ζωγραφισμένες ή με τέμπερα, ή με τη μέθοδο της εγκαυστικής, μια τεχνική που επέτρεπε στους ζωγράφους να εργάζονται με εκπληκτική λεπτομέρεια. Καμιά φορά, τα πρόσωπα στολιζόντουσαν και με μια πάφλα χρυσού ή με λίγο χρυσωμένο γύψο εδώ κι εκεί. Οι πίνακες αυτοί δουλεύονταν πάνω σε ξύλο, συνηθέστερα σε ξύλο φτελιάς. Άλλοτε όμως, ετούτες οι λεπτοδουλεμένες προσωπογραφίες ήταν αποτυπωμένες απ’ ευθείας πάνω στο λινό σάβανο.   

Σε κάθε περίπτωση, τα πορτραίτα αυτά ανήκαν σε μέλη εύπορων οικογενειών Ελλήνων, Ρωμαίων ή Αιγυπτίων, μεγαλοκτηματιών αλλά και εμπόρων. Και σίγουρα, η απόδοση του προσώπου του νεκρού ήταν όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική. Βλέποντας δηλαδή το πορτραίτο, όλοι αναγνώριζαν αμέσως το πρόσωπο αυτού ή αυτής που μόλις χάθηκε. Και μάλιστα, τα ζωγραφισμένα πρόσωπα ήταν εξαιρετικά εκφραστικά. Τα μάτια έμοιαζαν ολοζώντανα. Θα ’λεγε κανείς πως τα πορτραίτα από στιγμή σε στιγμή θα άρχιζαν να μιλούν.

Κι αυτό ακριβώς πίστευαν όσοι πόζαραν γι’ αυτά. Πως μετά τον ενταφιασμό τους, τα τέλεια ζωγραφισμένα πρόσωπά τους θα ζωντάνευαν και πάλι κι έτσι εκείνοι θα κατακτούσαν την αθανασία. Γιατί βέβαια, οι περισσότερες από εκείνες τις προσωπογραφίες, ζωγραφίζονταν ενόσω οι άνθρωποι ήταν ακόμα στη ζωή, πολύ δηλαδή πριν τον θάνατό τους. Και στόλιζαν πια τις μούμιες των νεκρών, αφού προηγουμένως είχαν για χρόνια διακοσμήσει τις πολυτελείς κατοικίες των κατόχων τους. Οι οποίοι μάλλον θα ’χαν πληρώσει αδρά για να αποκτήσουν τα πορτραίτα τους, που εκτός από έργα τέχνης ήταν επίσης και τα διαβατήρια για τη μετέπειτα ζωή.   

Κάποιος που ξέρει από ζωγραφική, μπορεί να χαρακτήριζε τους πίνακες αυτούς νατουραλιστικούς, γιατί ενώ εξωράιζαν την πραγματικότητα, ταυτόχρονα παρέμεναν προσδεδεμένοι σ’ αυτή. Κι ίσως ακόμα να παρατηρούσε πως κάποια από αυτά τα δημιουργήματα διέθεταν και μερικά ιμπρεσσιονιστικά χαρακτηριστικά. Όπως πάντως κι αν περιέγραφε ένας γνώστης των εικαστικών τα πορτραίτα του Φαγιούμ, θα ήταν σίγουρα μεγάλη παράλειψη εκ μέρους του, αν ξεχνούσε να αναφέρει πως αυτά ήταν οι πρόγονοι των βυζαντινών εικόνων, αυτής της πολυσυζητημένης μορφής θρησκευτικής τέχνης που λατρεύτηκε και μισήθηκε όσο καμιά άλλη. 

Πως όμως μάθαμε εμείς για τη χαμένη κάτω από την άμμο επί αιώνες, μοναδική αυτή ζωγραφική; Λοιπόν, τα πράγματα έγιναν κάπως έτσι: ο πρώτος που ανακάλυψε τα εξαίσια νεκρικά πορτραίτα, το 1615, ήταν ο ιταλός περιηγητής Pietro Della Valle (Πιέτρο ντέλα Βάλε). Εξαιτίας δε, του ξηρού κλίματος της αιγυπτιακής ερήμου, τα έργα βρέθηκαν άριστα διατηρημένα. Κανείς όμως δεν τους έδωσε τη δέουσα προσοχή.

Ούτε όταν πολύ αργότερα, στις αρχές δηλαδή του 19ου αιώνα, αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στην επιφάνεια περισσότερα τέτοια αριστουργήματα, ασχολήθηκε κανείς μαζί τους. Μόνο το 1887, ένας δαιμόνιος Αυστριακός επιχειρηματίας, ονόματι Theodor Graf αντιλήφθηκε την αξία αυτών των προσωπογραφιών, αγόρασε κάποιες από ντόπιους και τις παρουσίασε σε Ευρώπη και Αμερική. 

Και βέβαια, το κυριότερο μέρος του συνολικού σώματος αυτής της σημαντικής ζωγραφικής τέχνης -που σημειωτέον είναι και το ογκωδέστερο που έχει διασωθεί από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας- προέρχεται από την ελληνορωμαϊκή νεκρόπολη της Αρσινόης, την οποία ο Ηρόδοτος αναφέρει ως «Κροκοδείλων πόλις». Την ανακάλυψη αυτή τη χρωστάμε σε έναν Άγγλο αρχαιολόγο. Τον Sir William Flinders Petrie (Σερ Γουίλιαμ Φλίντερς Πέτρι), ο οποίος, ακριβώς τρία χρόνια πριν ανατείλει ο εικοστός αιώνας, εντόπισε το αρχαίο νεκροταφείο τυχαία, καθώς αναζητούσε στην όαση Φαγιούμ την είσοδο της πυραμίδας Χαουάρα.

Κάπως έτσι λοιπόν, ξαφνικά και αναπάντεχα όπως συμβαίνει κάθε τι ωραίο, η παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά πλούτισε κατά χίλιους και βάλε πίνακες ανεκτίμητης καλλιτεχνικής αξίας. Έκτοτε μάλιστα, τα πορτραίτα του Φαγιούμ απασχόλησαν πολύ την ανθρωπότητα. Οι θεωρητικοί της τέχνης προβληματίστηκαν σφόδρα, μη ξέροντας για πάρα πολλά χρόνια σε ποια κατηγορία έπρεπε να κατατάξουν τα θαυμάσια αυτά έργα τέχνης. 

Κι ο κόσμος όλος όμως προβληματίστηκε με αυτά τα πορτραίτα. Αισθάνθηκε μάλλον άβολα μαζί τους, επειδή προέρχονταν από τάφους και στην αρχή τα αντιμετώπισε με αμηχανία. Οι νεκρικοί πίνακες προκαλούσαν δέος και μέχρι και στις μέρες μας ακόμα κάποιοι εξακολουθούν να λένε γι' αυτούς πως καλύπτονται από ένα πέπλο μυστηρίου.

Οι ζωγράφοι, πάλι, σ’ ολόκληρη τη γη, σαγηνεύτηκαν από τη γοητεία των απόκοσμων αυτών δημιουργημάτων και επηρεάστηκαν βαθιά από την τεχνοτροπία τους. Δεν είναι καθόλου παράξενο αυτό, γιατί οι λιλιπούτειες προσωπογραφίες του Φαγιούμ -που σπάνια ξεπερνούν τα σαράντα εκατοστά στο μήκος και τα εικοσιπέντε στο πλάτος, ακριβώς επειδή είναι απεικονίσεις σε φυσικό μέγεθος- παρά τα σκούρα χρώματά τους, έχουν μία ένταση ασύλληπτη

Έτσι, ένα πλήθος δημιουργών ασπάστηκαν τη συγκεκριμένη τεχνοτροπία, όπως ας πούμε ο γνωστός δικός μας ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Μάλιστα, οι σύγχρονοι καλλιτέχνες, Έλληνες και ξένοι, που έχουν ειδικευτεί αποκλειστικά σ’ αυτό το είδος προσωπογραφίας είναι αναρίθμητοι.

Όταν λοιπόν σήμερα κάποιος λέει «φαγιούμ» μάλλον δεν εννοεί την αρχαία πόλη της Αιγύπτου. Πιο πιθανό είναι να μιλάει για κάποιο μικροσκοπικό πορτραίτο που ζωγραφίστηκε στις όχθες του Νείλου, πριν από δυο χιλιάδες τόσα χρόνια, για να γίνει το πρόσωπο ενός νεκρού στην αιώνια ζωή.