5.1.13

λουκάνκα



Μπαίνω χθες το πρωί σ’ ένα σούπερ-μάρκετ με ρώσικα προϊόντα. Έψαχνα να βρω λουκάνκα, ένα πράμα σα σαλάμι που το ’χει πατήσει φορτηγό, έτσι πλατύ κάπως. Οι οδηγίες που είχα ήταν ότι στον τάδε δρόμο έχει ανοίξει μαγαζί με βουλγάρικα προϊόντα, εντός του οποίου θα έβρισκα εύκολα τη λουκάνκα που προσφάτως δοκίμασα και τη βρήκα εξαιρετική.

Μπήκα άρα σ’ ένα ρώσικο που κατοικοεδρεύει εκεί όπου μου είπαν, έκανα δυο-τρεις γύρους χαζεύοντας προϊόντα μυστήριας προέλευσης και χρησιμότητας, διάλεξα μια σπιτική σάλτσα με μια ετικέτα πάνω που ο Θεός ξέρει τι λέει (αλλά το ένστικτό μου είναι βέβαιο πως όχι μόνο δε θα πεθάνουμε άμα τη φάμε, αλλά αντίθετα, θα είναι όσο καυτερή μ’ αρέσει) και τόση ώρα άκουγα έναν τύπο να την «πέφτει» στην νεαρή υπάλληλο του καταστήματος, στα ρώσικα φυσικά.

Θα μου πείτε που ξέρω εγώ πως της «την έπεφτε». Ε εντάξει, τη γλώσσα δεν την κατέχω, αλλά διάολε, σαράντα χρόνια φούρναρης, άμα δεν καταλάβαινα και πότε την πέφτει ποιος σε ποιον… Και δε θα διέκοπτα την προσπάθεια του κυρίου, αλλά λουκάνκα δεν υπήρχε πουθενά εκεί πέρα μέσα! Όλο το μαγαζί το γύρισα, ό,τι θες είδα, λουκάνκα… νιετ!

Πλησίασα λοιπόν το ζευγαράκι και απευθύνθηκα στην κοπέλα. «Λουκάνκα;», προσπάθησα να γίνω όσο πιο σύντομη γινόταν. «Λουκάνικα έχει στο βάθος αριστερά», είπε ο νεαρή και έδειξε κατά τα ψυγεία. «Αχ, είναι χαζό το κοριτσάκι!», σκέφτηκα. «Δεν ψάχνω για λουκάνικα, λου-κά-νκα θέλω…», το έκανα τάλαρα. Η κοπελιά όμως με κοίταξε μ’ ένα ύφος του στυλ «άντε παράξενη μαντάμ πρωινιάτικα κι έχουμε δουλειά εδώ πέρα!». 

Φυσικά, όταν μπήκε κι αυτός στην κουβέντα, τη δικαιολόγησα τη μικρή που ήθελε να με ξεφορτωθεί άρον-άρον. Μια χαρά ο τύπος! Όχι γιατί αυτοί όλοι συνήθως είναι να τους βάλεις σ ΄ένα καράβι, να πας να τους φουντάρεις στ’ ανοιχτά. Τίποτα το ρατσιστικό δεν έχει αυτό που γράφω. Μια χαρά δικαιώματα έχουν οι άνθρωποι και να ’ναι καλά, αλλά για γκομενιλίκι εγώ τουλάχιστον δεν το ’χω σκεφτεί ποτέ. Θέμα γούστου δηλαδή, πρέπει ντε και σώνει να μ’ αρέσουν όλες οι ράτσες του κόσμου;

Ο τύπος λοιπόν, παρότι Ρώσος, είχε «κάτι». Και κυρίως είχε αυτό που πολύ εκτιμώ στους άντρες και σπανίως το βρίσκω, το να δίνουν γρήγορα λύσεις στα προβλήματα. «Μήπως να πας στο βουλγάρικο; Είναι λίγο πιο κάτω», είπε και βλέποντάς με απορημένη πρόσθεσε χαμογελαστά: «εδώ είναι ρώσικο». Προσπάθησα κι εγώ μες στην αμηχανία μου να βρω μια άλλη πρόταση για να αντικαταστήσει τη σκέψη μου «το ίδιο δεν είναι;», αλλά αργούσα, οπότε άφησα αυτό που σκεφτόμουν να γίνει ήχος.

«Ε πως είναι το ίδιο;», είπε με το δίκιο του ο άνθρωπος και συγκινητικά ήρεμα οφείλω να παρατηρήσω. Όσο για την κοπελίτσα, δε μίλησε αλλά από το βλέμμα της μπορώ με βεβαιότητα να πω πως μου ξεπλήρωσε την πρώτη μου σκέψη για ’κείνη. Φαντάζομαι αφότου έφυγα θα είπε στον γόη του βορρά κάτι σαν: «Καλά, μεγάλη γυναίκα και να μην ξέρει πως Βουλγαρία και Ρωσία είναι ξεχωριστά κράτη;». Αλλά εγώ τι να εξηγούσα εκείνη την ώρα; Πως ολόκληρο το πρώην ανατολικό μπλοκ εγώ το ’χω μια ευθεία, στέπα όλο; Δεν είναι να μιλάς για τέτοια πράματα, οπότε πλήρωσα τη σάλτσα μου, στιγματίστηκα ως πανηλίθια και πήγα στο βουλγάρικο παραδίπλα.

Εκεί βρήκα τρεις διαφορετικές μάρκες λουκάνκα, αλλά όχι τη συγκεκριμένη που μ’ αρέσει εμένα. Μετά που γύρισα σπίτι, άνοιξα και τις τρεις συσκευασίες και έκανα ένα μίνι γευσιγνωστικό όργιο, οπότε κατέληξα: η διαφορά έγκειται στο πόσο κύμινο περιέχει κάθε συνταγή, καθώς και στην αναλογία βοδινού-χοιρινού κρέατος.

Άσχετο! Τον άκουγα προ ολίγου αυτόν να παίζει πιάνο ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο μου. Βασικά, μ’ αυτόν ξύπνησα. Διότι άλλαξα κεραία στο ηχοσύστημα του υπνοδωματίου κι ακούω τώρα τρίτο πρόγραμμα όλη νύχτα, πεντακάθαρα! Ο Αλέξανδρος είναι δεξιοτέχνης πιανίστας, Σέρβος στην καταγωγή, ο οποίος το 1997 κέρδισε το 1ο βραβείο Ουμπέρτο Μιτσέλι, μαγκιά μεγάλη αυτή, γιατί τη συγκεκριμένη διάκριση δεν την παίρνεις εύκολα. Δυστυχώς, στο youtube δεν υπάρχει αυτό που έψαχνα, αλλά και δυο-τρεις ερμηνείες του να ακούσει κανείς, θα διαπιστώσει πως το παίξιμό του έχει κάτι το πολύ χαρακτηριστικό.