23.5.13

η θεραπεία του νερού



"Αυτές οι σελίδες είναι η ομολογία μου. Είμαι ένοχος, όχι για τις πράξεις μου, τις οποίες ομολογώ αυθορμήτως, αλλά για τη συναίνεση, την παραδοχή μου, πως εκτέλεσα αυτές τις πράξεις, όχι μόνο σκόπιμα και προμελετημένα, αλλά με ζήλο και παραφορά και πρόθεση, πάνω απ’ όλα με πρόθεση, πράγμα που διατυπώνω ξεκάθαρα, χωρίς δικαιολογίες ή επιφυλάξεις, κι έτσι δε με θεωρώ παρά σύμβολο, ένα καθαρό σύμβολο και, όπως κάθε σύμβολο, είμαι αδιάφορος απέναντι στη φύση του πράγματος το οποίο ορίζω ή, ελλείψει καταλληλότερης λέξης, δηλώνω, καθώς ξύνω το ξεραμένο αίμα από τα νύχια μου, με τη φωνή μου τραχιά και βραχνή απ’ την αχρηστία, αφού ανεξάρτητα από το πόσο συγκροτημένη είναι η ομολογία μου, χρειάζονται κάποιες λέξεις για να την αρθρώσω, η αλήθεια πάντοτε χρειάζεται λιγότερες λέξεις, και σε γενικές γραμμές μικρότερες λέξεις, απ’ ότι τα ψέματα και οι μισές αλήθειες, που ποτέ δεν ονομάζονται μισά ψέματα, κι αυτό είναι εποικοδομητικό, με τον τρόπο που τόσα πράγματα είναι εποικοδομητικά, και όλα επιστρέφουν σε αυτήν την αδιαφορία απέναντι στο ρητώς εκπεφρασμένο, στον τρόπο που τα ουσιαστικά και τα ονόματα συμπεριφέρονται ανάρμοστα και καθιστούν το νόημα ασαφές, στον τρόπο που η γλώσσα αντιστέκεται στο σφίξιμο της βίδας και στην αποτύπωση του σχήματος και στον τρόπο που η γωνία της πρόσπτωσης συμπληρώνει τη γωνία της ανάκλασης: η γλώσσα, σ’ όλο της το χάος, λαχταρά μιαν αξιοπρεπή οπτικοποιημένη μεταφορά, προκειμένου να τη συνδέσει με τον κόσμο έναντι του οποίου είναι τόσο αδιάφορη. Η ειλικρινής απάντηση στην ερώτησή σου είναι συντομότερη απ’ το ψέμα. Το ’κανες; Το ’κανα.    

Μ’ αυτές τις φράσεις ξεκινάει το βιβλίο του με τίτλο «η θεραπεία του νερού», ένας από τους πιο ικανούς λογοτέχνες παγκοσμίως, ο πενηνταεπτάχρονος σήμερα, Αμερικανός, Percival Everett. To συγκλονιστικό αυτό βιβλίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα πριν έναν μόλις μήνα, από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Δημήτρη Αθηνάκη.   

Για την ιστορία, να πω πως ο Πέρσιβαλ Έβερετ έχει σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία και  πως σήμερα διδάσκει κάποιους τυχερούς φοιτητές στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.  Όσο για το δείγμα, που αντέγραψα παράνομα απ’ το προσφάτως μεταφρασμένο μυθιστόρημά του, είναι αντιπροσωπευτικό του ύφους αυτού του συγκεκριμένου έργου, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις ΗΠΑ πριν έξι χρόνια. Ίσως όμως δεν προδίδει ένα βασικό χαρακτηριστικό του Λόγου που χρησιμοποιεί σ’ αυτό του το κείμενο ο Έβερετ, την αποσπασματικότητα.

Εννοείται πως ο κορυφαίος δημιουργός, δεν διάλεξε τυχαία την αποσπασματική γλώσσα. Αυτή γίνεται το ιδανικό φόντο για τις αναπαραστάσεις της τρέλας που ξεπετιούνται μπρος στα μάτια του αναγνώστη, άλλοτε με τη μορφή της βαθιάς θλίψης κι άλλοτε της ασυγκράτητης οργής. Ο ήρωας του βιβλίου άλλωστε, είναι ένας διαζευγμένος, μεσήλικας, αναγνωρισμένος συγγραφέας, που ζει ολομόναχος σ’ ένα βουνό. Και όταν τον συστήνει ο Έβερετ στο κοινό, έχει ήδη κρατήσει κλειδαμπαρωμένο στο υπόγειο του σπιτιού του κι έχει βασανίσει μέχρι θανάτου τον βιαστή και δολοφόνο της ενδεκάχρονης μοναχοκόρης του.

Εκεί, στα έγκατα του οίκου του, αυτός ο άνδρας γίνεται από θύμα, θύτης. Ένας φονιάς-εκδικητής, ένας προηγουμένως φιλήσυχος άνθρωπος που η αδικία κι ο οδύνη τον μεταμορφώνουν σε αδίστακτο εγκληματία, ένας συντετριμμένος πατέρας και μαζί ένας ανελέητος τιμωρός. Η βία του μαρτυρίου του, γίνεται η βία της λύτρωσής του. Η έξωθεν βία, που τον κατέκλυσε σαν αρρώστια, τώρα καταναλώνεται απ’ τον ίδιο σαν αντίδοτο.

Κι ο συγγραφέας αποτυπώνει το μαρτύριο της λύτρωσης του ενός ενόχου μέσα από τον άλλο, σ’ έναν λεκτικό αντικατοπτρισμό ανάμεσα σε κάτοπτρα, όπου όμως τίποτα δεν είναι σίγουρο, ούτε καν η βία, ούτε καν η ενοχή. Τα πάντα σ’ αυτή την αφήγηση ορίζονται από την αρχή της αβεβαιότητας. Ακόμα κι ο εγκλεισμός και τα βασανιστήρια του δολοφόνου του παιδιού, δεν είναι βέβαιο πως συμβαίνουν πράγματι. Η απροσδιοριστία άλλωστε, είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό του μεταμοντέρνου Λόγου, δεινός εκφραστής του οποίου είναι ο Έβερετ.   

Ίσως μια σύντομη αναφορά στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία, να έχει εδώ κάποιο νόημα. Οπότε, ας γράψω πως αυτή  η σχετικά πρόσφατη τεχνική, συχνά περιέχει κείμενα άλλων συγγραφέων, αυτούσια ή και αλλαγμένα, κι έτσι θυμίζει σ’ ένα βαθμό κολλάζ. Σύνθετα επίσης είναι και τα είδη γραφής που χρησιμοποιούνται στον μεταμοντέρνο Λόγο, ενώ δεν είναι σπάνια ούτε η αυτοαναφορικότητα, ούτε η συνύπαρξη της επιστημοσύνης (των παραπομπών δηλαδή σε ανθρωπιστικές ή φυσικές επιστήμες) με τη μαζική κουλτούρα αλλά και τον εκλεκτικισμό.

Η αφήγηση σ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος, πολλές φορές δείχνει θραυσματοποιημένη, η γραμμικότητα (η νοηματική ροή από την αρχή προς το τέλος, με τη συνήθη της μορφή) υπερβαίνεται, ενώ οι χαρακτήρες και τα θέματα που παρουσιάζονται, εμφανίζονται κατακερματισμένα, με το υποκείμενο να υποδηλώνεται άφοβα ρευστό και εύθραυστο. 

Ομοίως ρευστό και εύθραυστο μοιάζει το περιβάλλον του.  Η φυσική και η τεχνητή πραγματικότητα συγχέονται, η απροσδιοριστία του χωροχρόνου εντατικοποιείται και οποιαδήποτε σταθερά κλονίζεται σκόπιμα, παραχωρώντας τα πρωτεία στην τυχαιότητα και το στοιχείο του παράλογου, ενώ από γλωσσικής απόψεως, χρησιμοποιείται επιλεκτικά η ειρωνεία, η παρωδία και ο αυτοσαρκασμός.

Ο Έβερετ, συνεπής ως προς τις προσταγές του μεταμοντέρνου ρεύματος, στη «θεραπεία του νερού» δεν είναι περιγραφικός παρά ελάχιστα. Δεν στέκεται στην επιφάνεια των συμβάντων πιο πολύ απ’ όσο απαιτείται για να αντιληφθεί απλώς ο αναγνώστης, περί τίνος πρόκειται. Κατά τα άλλα, τον αρπάει απ' το χέρι και τον χώνει πολύ πιο βαθιά, στην οντολογική αποκάλυψη του εσώτερου εαυτού, σε αντιπαραβολή με τον εξωτερικό κόσμο. Τον αναγκάζει, με μια κουβέντα, να περιπλανηθεί στον κόσμο του στοχασμού και ταυτόχρονα στον στοχασμό του κόσμου του.

Σε μια αμφίδρομη λογοτεχνική διαδρομή, αξιοποιώντας αλλού κάμποσα απ’ τα γνωρίσματα του μεταμοντέρνου μυθοπλαστικού ύφους κι αλλού επινοώντας τα, ο συγγραφέας κατορθώνει και κάτι άλλο, επίσης πολύ δύσκολο: συνδέει εύστοχα την ατομική με τη συλλογική βία. Έτσι κι αλλιώς, η «θεραπεία του νερού», δημοσιεύτηκε από τον Έβερετ ως απάντηση στη βία εν καιρώ πολέμου. Ήταν μόλις δυόμισι χρόνια πριν την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου, που είχαν αποκαλυφθεί τα βασανιστήρια στα οποία Αμερικανοί στρατιώτες υπέβαλλαν Ιρακινούς κρατούμενους,  ως συνεχιστές των αποτρόπαιων πρακτικών του καθεστώτος Χουσεΐν, στις φυλακές Αμπού Γκράιμπ.

Τέλος πάντων, για να μη γράφω κατεβατά, η «θεραπεία του νερού» είναι ένα άριστο βιβλίο, για όσους αναζητούν κείμενα εκλεπτυσμένα και διεισδυτικά. Ο Έβερετ όμως προφανώς δεν είναι ο πιο βατός συγγραφέας. Γράφει για την αγριότητα της ανθρώπινης ψυχής και το μυαλό του είναι κοφτερό τόσο, που κάποιοι αναγνώστες ίσως και να τον αισθανθούν βασανιστή. Δε δίνει άλλωστε τα νοήματα «στο πιάτο». Αν κανείς θέλει ένα «εύπεπτο» συγγραφέα, καλύτερα να αποφύγει τον Έβερετ. Αν όμως ψάχνει για μια πένα που θα τον αναγκάσει να ακονίσει μερικές φορές το κεφάλι του για τα καλά και ιδίως να ανατριχιάζει διαρκώς, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος ενός βιβλίου… ας αγοράσει αυτό, σήμερα κιόλας. Κοστίζει λιγότερο από δεκαπέντε ευρώ.