20.5.13

vis-à-vis


εγώ παγίως τάσσομαι με τους «εξ αριστερών» 
οπότε παραχώρησα τη δεξιά θέση στην ψυχίατρο, Αντωνία Κατιδένιου


Είναι γεγονός πως κάθε τι απολαυστικό έχει κι έναν εθιστικό χαρακτήρα. Πολύ λογικό, δεν είναι; Αν κάνω κάτι που μου αρέσει, προφανώς θέλω να το επαναλαμβάνω συχνά.

Και στέκομαι σ’ αυτό, γιατί προ ολίγου διάβαζα ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο στη lifo.gr, της ψυχιάτρου με ειδίκευση σε παιδιά και εφήβους, δρ. Αντωνίας Κατιδένιου, η οποία προφανώς έχει μεγάλη κλινική εμπειρία, μιας και πέραν του ιδιωτικού της ιατρείου, εργάζεται επίσης και ως σύμβουλος ψυχικής υγείας του οικονομικού πανεπιστημίου Αθηνών, για περισσότερο από μία δεκαετία.

Όσο για μένα, οφείλω να παραδεχτώ πως πάντοτε απολαμβάνω να εναντιώνομαι στους διάφορους σοβαροφανείς που ακούω κάθε τόσο να αφορίζουν την ιντερνετική κοινωνική δικτύωση, επικαλούμενοι την υποτιθέμενη σοβαρότητά τους. Μάλιστα, η πιο κωμικοτραγική φιγούρα που έχω μιλήσει ποτέ για το θέμα είναι ένας πανεπιστημιακός καθηγητής, τον οποίο πληρώνουμε για να διδάσκει μαθήματα τεχνολογίας και ο οποίος δηλώνει μέγας αρνητής των social media.  Κι είναι και νέος σχετικά.

Τέλος πάντων, μιας και η κυρία Κατιδένιου εμμέσως πλην σαφώς χαρακτηρίζει παθολογική την επικοινωνία ανθρώπων μέσω διαδικτύου και μιας κι έχει όλα τα τυπικά προσόντα για μια τέτοια «συνομιλία», αντέχει δηλαδή… θα με υποστεί. Τι να γίνει; Δυστυχώς, όσο κι αν προσπάθησε η μαμά μου όταν ήμουνα μικρή να με μάθει να μη μιλάω με αγνώστους, δεν τα κατάφερε.       

Στο διαδίκτυο βέβαια μπορώ συχνά-πυκνά να επικοινωνώ με ολότελα άγνωστους ανθρώπους. Κι είμαι πανευτυχής που αξιώθηκα την εποχή του ίντερνετ! Ύστερα, επειδή είμαι απ’ τους λιγότερο φοβικούς χρήστες του διαδικτύου, είμαι σε θέση να πω πως στην ιντερνετική διαπροσωπική επικοινωνία συμβαίνει ακριβώς ό,τι και στην πραγματική ζωή.

Οι άνθρωποι μέσα στο «δίχτυ» συναντιούνται τυχαία, αστειεύονται, φλερτάρουν, τσακώνονται,  σύντομα χωρίζουν δια παντός ή γίνονται πραγματικοί φίλοι, ή ζευγαρώνουν και παντρεύονται αν δεν τελειώσει το ειδύλλιο μετά από λίγο, παρεξηγούνται, τα ξαναβρίσκουν, σχέσεις ξεκινούν κι άλλες τελειώνουν… δεν ισχύει δηλαδή κάτι διαφορετικό απ΄ όσα γίνονται στην εκτός διαδικτύου καθημερινότητα.

Αυτά που φαντάζουν ίσως εξιδανικευμένα, συμβαίνει να τα έχω διαβάσει στα βιβλία, να τα έχω μελετήσει προσεκτικά, να τα έχω καταγράψει (με την Επικοινωνία ασχολούμαι, για όποιον δεν το ξέρει) και κυρίως να τα έχω ζήσει εγώ η ίδια. Τα έχω νιώσει στο πετσί μου, ξέρω για τι πράγμα μιλάω.  Δικαιούμαι, συνεπώς, να εκφέρω γνώμη.

Διότι είναι τελείως διαφορετικό να έχει βιώσει κάποιος τους πόνους από τον κολικό νεφρού και τελείως διαφορετικό να έχει διαβάσει τις περιγραφές τους, ακόμα κι αν έχει ανατρέξει στα πιο σπουδαία εγχειρίδια της ιατρικής. Σωστά; Κι έπειτα δεν το βρίσκω τίμιο να στουμπώνουμε τα μυαλά των νέων παιδιών με φόβους.

Προσωπικά, δεν ήρθε ποτέ ένας άγνωστος κύριος να μου προσφέρει καραμέλες, με σκοπό να με απαγάγει. Ούτε στον μαντρότοιχο του σχολείου μου με φώναξε κανείς να μου δώσει ναρκωτικά. Ούτε μου τα ’ριξαν στο ποτό μου στις χοροεσπερίδες του λυκείου. Και δεν ήμουν άσχημο κοριτσάκι, μικρή.  Τώρα βέβαια, μπορεί και να ήμουν απλώς τυχερή, δεν το γνωρίζω.

Είναι όμως άλλο πράγμα η σωφροσύνη κι άλλο η δεισιδαιμονία. Οι υπερβολές των μεγάλων δεν εξυπηρετούν τελικά παρά μόνο τους δικούς τους φόβους. Είναι φανερό πως η παιδαγωγική του τύπου «αν δεν κάτσεις ήσυχα, θα σε πάρει ο Αράπης!» ή «το βλέπεις το μεγάλο σκυλί; ε, τώρα θα έρθει να σε δαγκώσει!» βολεύει απείρως τους μεγάλους που δεν θέλουν, δεν μπορούν ή δεν προλαβαίνουν να εφαρμόσουν κάτι καλύτερο. Η βία, αν μη τι άλλο, είναι η πιο γρήγορη μέθοδος καθυπόταξης.

Αυτό θέλουμε όμως; Τη νέα γενιά υποταγμένη; Συμμορφωμένη σε όσα εμάς τους παλαιότερους συμφέρουν;  Πως θα μάθει το πουλάκι να πετάει αν του ψαλιδίζουμε με κάθε ευκαιρία τα φτερά;  Η κυρία Κατιδένιου αναφέρει στο άρθρο της πως οι τέσσερις σταθμοί στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος είναι η ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου, η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, η θεωρία του Φρόιντ για το ασυνείδητο και η επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Τα σημερινά παιδιά έχουν το προνόμιο να μεγαλώνουν στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Τους λείπουν φυσικά άλλες χάρες, περασμένων εποχών. Και ακριβώς επειδή είναι άγρια η εποχή μας, κανείς δεν έχει δικαίωμα να τους φράξει τους δρόμους που τους ανοίγονται μέσα απ’ την τεχνολογία. Το διαδίκτυο είναι ένα παράθυρο στον κόσμο. Ένα παράθυρο όχι μόνο στη γνώση αλλά και στους ανθρώπους. Πίσω από κάθε οθόνη, μην το ξεχνάμε, υπάρχει μια ανθρώπινη ψυχή.

Χρέος άρα εμάς των μεγαλύτερων είναι να δείξουμε στους νέους τους κατάλληλους τρόπους χρήσης της απέραντης διάστασης που λέγεται «διαδίκτυο», συμφωνώ. Τίποτα όμως πέραν αυτού. Κατά τα άλλα, κάθε φυσιολογικός, ευσυνείδητος γονιός, κηδεμόνας ή δάσκαλος φροντίζει να εφοδιάζει τα παιδιά του με τις απαραίτητες γνώσεις για την αυτοπροστασία τους.

Καλύτερα όμως να συνεχίσω να γράφω, αντιπαραβάλλοντας τις δικές μου σκέψεις σε αποσπάσματα από το άρθρο της δρ. Κατιδένιου. Γράφει λοιπόν η ψυχίατρος:

«Ο Άλαν Τούρινγκ ήταν ένας βασανισμένος άνθρωπος, που παραμελήθηκε σε σημείο κακοποίησης στην παιδική του ηλικία, έζησε μία δυσβάσταχτη ζωή πιθανόν εξαιτίας της διαφορετικότητας του και της ιδιοφυίας του, καταδικάστηκε εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του, υπέστη χημικό ευνουχισμό σαν τιμωρία και τελικά αυτοκτόνησε στα 42 του χρόνια. Η πατρότητά του στην επιστήμη των υπολογιστών και στην τεχνητή νοημοσύνη, προϊδεάζει για ένα έργο περίπλοκο και απρόβλεπτο»

Δεν μου αρέσει καθόλου το υπονοούμενο αυτής της παραγράφου! Θυμίζω πως ανά τους αιώνες, τα παραδείγματα βασανισμένων ανθρώπων που έχουν μεγαλουργήσει είναι αναρίθμητα! Οι ευεργέτες του παγκόσμιου πολιτισμού δεν ήταν μόνο άνθρωποι υγιείς, εύποροι και με ευτυχισμένες ζωές. Ήταν επίσης και άνθρωποι πάμφτωχοι ή με βαρύτατα προβλήματα φυσικής ή και ψυχικής υγείας.

«Πολλοί άνθρωποι σήμερα ζουν το σύνολο της ζωής τους μέσα από την πραγματικότητα των υπολογιστών και του διαδικτύου»

Κανείς μα κανείς δεν ζει το σύνολο της ζωής του μέσω υπολογιστών και διαδικτύου. Πρόκειται για υπερβολή! Εκτός κι αν το σχόλιο αφορά ανθρώπους με σοβαρές αναπηρίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως, που είναι το μεμπτό;

«Όσο μεγαλύτερο είναι το κενό ενός νέου, όσο δυσκολότερο γι’ αυτόν είναι να το αντέξει, τόσο η ανάγκη του για παραγέμισμα του χρόνου με μία καταναγκαστική, εκτονωτική δραστηριότητα μεγαλώνει. Το αποτέλεσμα αυτού του μηχανικού τρόπου απασχόλησης τον προστατεύει από την αδυναμία του, την ανεπάρκειά του και τον φόβο του να αντιμετωπίσει την πραγματική ζωή. Τον καθιστά ανίκανο να ωριμάσει, να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής, να ζήσει μαζί με άλλους ανθρώπους, να νιώσει συναισθήματα. Αυτός ο φόβος των συναισθημάτων είναι και ένας από τους λόγους της μεγάλης επιτυχίας των ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης»

Εδώ θα απευθύνω δύο ερωτήσεις στην ψυχίατρο:
1. Τι έχετε να αντιπροτείνετε σε έναν νέο με επιβεβαιωμένα μεγάλο εσωτερικό κενό; Καταδικάζετε τη συγκεκριμένη μέθοδο διαχείρισης του άγχους. Αν όμως δεν διαχειριστεί το άγχος του ένας άνθρωπος με οποιονδήποτε από τους αυτοσχέδιους τρόπους, που καταλήγει;  Στο ιατρείο ενός ψυχίατρου μήπως, για συνταγογράφηση αγχολυτικών;
2. Αναποδογυρίζω τον ισχυρισμό σας πως ο φόβος των νέων έναντι των συναισθημάτων τους αποτελεί έναν από τους λόγους επιτυχίας των social media, λέγοντας πως ο φόβος των παλαιότερων και ως προς τα συναισθήματά τους και ως προς την ενίοτε οδυνηρή αυτο-αποκάλυψη και ως προς  τις τεχνολογικές αλλαγές (ο φόβος για το άγνωστο, δηλαδή) τους καθιστούν πολέμιους της διαδικτυακής κοινωνικής δικτύωσης. Κάνω λάθος;

“Όμως αλήθεια, είναι πολύ πιο εύκολο να μιλάς σ ’ένα πληκτρολόγιο, παρά σ’ έναν άλλο άνθρωπο”

Kανείς δε μιλάει στο πληκτρολόγιό του! Ίσως μόνο κάποιοι ασθενείς με ενεργή ψύχωση. Οι υπόλοιποι πάντως, μέσω του διαδικτύου μιλάμε σε άλλους ανθρώπους. Ναι, πρόκειται για διαμεσολαβημένη επικοινωνία, ωστόσο επικοινωνούμε με ανθρώπους και μάλιστα με έναν νέο, διαφορετικό τρόπο, με άλλες δυνατότητες. Ποιος έχει το δικαίωμα να κρίνει αν αυτές οι δυνατότητες είναι καλύτερες ή χειρότερες από τις καθιερωμένες; Είναι απλώς άλλες.

«Δεν είναι μόνο η φυσική ντροπή που μπορεί να νιώθουν πολλοί. Είναι ο έλεγχος των συναισθημάτων που νομίζει ότι έχει ο νέος χωρίς την άμεση επαφή. Είναι η παρουσίαση ενός ψεύτικου εαυτού, πιο αποδεκτού»

Όλοι ανεξαιρέτως, στην πραγματική ζωή, προσπαθούμε να παρουσιάζουμε ένα εαυτό κατά το δυνατόν αποδεκτό. Ενίοτε, παραποιούμε τόσο πολύ την πραγματική μας προσωπικότητα, στην προσπάθειά μας να γίνουμε αρεστοί, που καταλήγουμε εντελώς ψεύτικοι. Συν του ότι πολλοί άνθρωποι έχουν περιορισμένο βαθμό αυτογνωσίας, δηλαδή δεν παρουσιάζονται εκ του πονηρού ως καλύτεροι από αυτό που πράγματι είναι, απλώς δεν έχουν σωστή εικόνα για το ποιοι είναι στ’ αλήθεια. Άρα, δεν αλλάζει κάτι. Δε φταίει δηλαδή η διαδικτυακή επικοινωνία, δεν ξυπνάει αυτή το ζώο μέσα σε κατά τα άλλα φυσιολογικούς, ηθικούς ανθρώπους. Οι ίδιοι ακριβώς κανόνες ισχύουν στο παιχνίδι των σχέσεων, είτε μέσα είτε έξω από το «δίχτυ».

«Γράφουν οι νέοι για να επικοινωνήσουν; [με ποιόν;]. Ουσιαστικά οι περισσότεροι είναι σαν να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. ‘Βλέπουν’ χωρίς να κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν ηδονοβλεψίες. Εκτίθενται χωρίς να κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν επιδειξίες. Ζουν τη ζωή τους σαν να παρακολουθούν μία ταινία, χωρίς το πραγματικό ρίσκο της συμμετοχής»

Βεβαίως, ούτε η κυρία Κατιδένιου ούτε εγώ λογιζόμαστε πλέον για νέες. Παρ’ όλα αυτά, παίρνω το παράδειγμα αυτής εδώ της χρήσης των δυνατοτήτων που παρέχει η τεχνολογία του διαδικτύου. Γράφω για να επικοινωνήσω μαζί της και ταυτόχρονα με οποιονδήποτε άλλο τυχόν διαβάσει αυτές τις γραμμές. Για να υπερβώ τον χώρο και τον χρόνο. Βεβαίως μέσα από αυτή τη διαδικασία κοιτώ τον εαυτό μου στον καθρέφτη! Αυτό δεν το κάνω μόνο εγώ τώρα. Αυτό το κάνουμε όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, κάθε στιγμή στην πραγματική μας ζωή. Τα περί κινδύνων και ρίσκων, όσον αφορά εμένα προσωπικά, τα προσπερνώ. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Να προσθέσω όμως πως ο φόβος συνοδεύει τα διακυβεύματα και η σχέση που τον συνδέει με αυτά είναι ευθέως ανάλογη. Όσο πιο πολλά έχει κανείς να χάσει, τόσο πιο προσεκτικός είναι. Όχι; 

«Η εξάρτηση από το διαδίκτυο είναι συνδεδεμένη με την κατάθλιψη, την ΔΕΠΥ και την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή [Young,Wallace]. Έρευνες όμως αναφέρουν [Yuan, Qin, Wang], ότι επιφέρει και μορφολογικές αλλαγές στη δομή του εγκεφάλου, που αντανακλούν στην αλλοίωση της πρόσφατης μνήμης και του κέντρου των αποφάσεων»

Ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω πως αυτή η διατύπωση είναι γραμμένη με την τεχνική  «ήξεις αφήξεις ου», με αμφίβολη τη θέση του κόμματος. Τι σημαίνει «συνδεδεμένη»; Σημαίνει πως ασθενείς με κατάθλιψη, υπερκινητικότητα, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής ή ιδεοψυχαναγκασμούς, καταλήγουν να εθίζονται στο διαδίκτυο; Ή αντίστροφα, σημαίνει πως ο εθισμός στο διαδίκτυο προκαλεί δευτερογενώς τέτοιου είδους ψυχο-πνευματικές διαταραχές; Μέχρι να μας απαντήσει η ειδικός, να πω εγώ το εξής απλό: πως αν η ψυχή ενός ανθρώπου πάσχει, ένας τέτοιου είδους εθισμός ίσως και να είναι σωτήριος. Το ζήτημα είναι να βρει κανείς τις ρίζες της αρρώστιας. Είναι γνωστό πως η δυτική ιατρική, περιλαμβανομένης της ψυχιατρικής, ασχολείται αποκλειστικά με το σύμπτωμα και όχι με την αιτία κάθε πάθησης. Είναι πανεύκολο να καταδικάζει κανείς στα λόγια τις όποιες εκδηλώσεις μιας ασθένειας, το εξαιρετικά δύσκολο είναι να μπορεί στην πράξη να θεραπεύσει τις αιτίες της. Μπορεί; Ιδού το ερώτημα. Η διαρκής ενασχόληση με το διαδίκτυο ή κάθε άλλη «προβληματική» συμπεριφορά, είναι το σύμπτωμα, δεν είναι καν η πάθηση.  Ούτε που θα το σκεφτώ όμως να πιάσω το θέμα του τι είναι προβληματικό και τι όχι, τι εθισμός και τι δραστηριοποίηση, τι αποβλάκωση και τι συμμετοχή στα κοινά, τι αποξένωση και τι μοίρασμα, τι φόβος και τι τόλμη. Γιατί τότε θα μπούμε σε ζητήματα φιλοσοφίας, που τα αγαπώ πολύ, αλλά τελειωμό δε θα ’χουμε κι εδώ σε λίγο ξημερώνει εργάσιμος Δευτέρα.