19.6.13

κρίκοι ζωής



Μόλις έφτασε στο γραφείο μου ένα δέμα από τη Λέρο, που με γέμισε χαρά. Αποστολέας ήταν ο επί σειρά ετών δήμαρχος του νησιού, πολιτικός μηχανικός, Γιάννης Αντάρτης. Κι αυτό που μου έστειλε ήταν το βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος, με μια εγκάρδια χειρόγραφη αφιέρωση στο εσώφυλλο.

Συγκινήθηκα που πήρα στα χέρια μου αυτή την έκδοση, γιατί βέβαια γνωρίζω λέξη-λέξη τι περιέχουν οι «κρίκοι ζωής». Απ’ την οθόνη του υπολογιστή μου, προ μηνών πέρασαν οι πιο σημαντικές αναμνήσεις του συγγραφέα, η μία μετά την άλλη. Και βέβαια, όπως συχνά συμβαίνει ανάμεσα σε έναν συγγραφέα και τον επιμελητή του, καθώς περνούσε ο καιρός, η σχέση μου με τον Γιάννη Αντάρτη άλλαζε.

Πλέον θεωρείται -νομίζω κι απ’ τους δυο μας- ελάχιστα επαγγελματική, είναι μια σχέση ανθρώπινη. Άλλωστε, η πένα του με έκανε πολλά χειμωνιάτικα πρωινά να βουρκώσω, με αποσυντόνιζε κι έπειτα δυσκολευόμουν να συγκεντρωθώ. Γιατί, πέραν του γλαφυρού τρόπου του να αποτυπώνει τα συναισθήματα στις λέξεις, οι αφηγήσεις του Γιάννη Αντάρτη είναι καταθέσεις ψυχής.

Ύστερα, η ηθική επιβράβευση που εισέπραξα από εκείνον ήταν άνευ προηγουμένου! Τον ευχαριστώ λοιπόν θερμά και από εδώ. Και επαναλαμβάνω αυτό που κάποια ώρα έγραψα και στον ίδιο, πως δηλαδή είναι τιμή μου που δουλέψαμε μαζί. Κυρίως γιατί είναι ένας ευαίσθητος, σπάνιος άνθρωπος. Γι αυτό κι είναι πολύ αγαπητός σε όποιον τον γνωρίζει.

Όσο για το βιβλίο, είμαι σίγουρη πως θα αγαπηθεί όσο κι ο συγγραφέας του. Είναι ευανάγνωστο, απλά γραμμένο και σπονδυλωτό, αποτελείται δηλαδή από αυτόνομα σε έναν βαθμό στιγμιότυπα της ζωής του, που συνθέτουν την ατμόσφαιρα διάφορων εποχών. Δεν πήρα την άδεια του κ. Αντάρτη, είμαι βέβαιη όμως πως δε θα μου το αρνιόταν, οπότε παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα:

Πράγματι, στις 6 Ιανουαρίου ειδοποιήθηκα ότι το Υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας θα δεχόταν μία μόνο μέρα αιτήσεις εγγραφής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα από υποψήφιους φοιτητές προερχόμενους από την αλλοδαπή. Η μέρα που είχε ορίσει το υπουργείο ήταν η 7η Ιανουαρίου του 1970. Τη θυμάμαι καλά αυτή την ημερομηνία, γιατί συνέπιπτε με την ονομαστική μου εορτή.

Ανήμερα της γιορτής μου λοιπόν, πρωί-πρωί, ξεκίνησα για τη Ρώμη. Λόγω των μποτιλιαρισμένων δρόμων όμως, μέχρι να φτάσω στο υπουργείο, κόντευε πια μεσημέρι. Στον έλεγχο των πιστοποιητικών μου, τη στιγμή που τα σφράγιζε ο αρμόδιος υπάλληλος, κοίταξε το ρολόι του και πρόσθεσε:  «Τρέξε γρήγορα στο Πρωτόκολλο, γιατί στις δώδεκα ακριβώς κλείνει, και είναι δώδεκα παρά δύο λεπτά. Τρέχα!»

Σαν σίφουνας έτρεχα εγώ από τις σκάλες, για να φτάσω απ’ τον πέμπτο όροφο που ήμουνα στο ισόγειο, πιο γρήγορα απ’ το ασανσέρ. Όταν έφτασα κάτω, άρχισα να τρέχω ακόμα πιο γρήγορα, για να διασχίσω εγκαίρως τον φαρδύ διάδρομο, που οδηγούσε προς τη σκάλα του υπογείου. Για κακή μου τύχη όμως, ενδιάμεσα στον διάδρομο και στη σκάλα υπήρχε μια τζαμαρία, ψηλή ίσαμε την οροφή, την οποία εγώ πάνω στη βιασύνη μου δεν πρόσεξα κι έπεσα πάνω της μ’ όλη μου την ορμή.

Εκτός από το ξάφνιασμά μου, ξάφνιασμα γερό βέβαια, αφού κάτι αόρατο μου ανέκοψε τη φόρα κι επιπλέον μου προκάλεσε οξύ πόνο, το χτύπημα που δέχτηκα, ειδικά στο κεφάλι, ήταν σφοδρό, κι έτσι σωριάστηκα στο δάπεδο χάνοντας τις αισθήσεις μου. Οι άνθρωποι στον διάδρομο και στα διπλανά γραφεία αναστατώθηκαν όλοι από τον εκκωφαντικό θόρυβο και, καθώς έπεφτα αναίσθητος, άκουσα κάποιους να φωνάζουν: «Πάει το παιδί! Πέθανε!»  

«κρίκοι ζωής»
Γιάννης Αντάρτης
εκδ. Κέδρος, 2013
σελ. 84