1.7.13

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, δάσκαλος και ποιητής


Δεν είναι σπάνιο, μεγάλα ταλέντα να ζουν, να πεθαίνουν και να παραμένουν αιωνίως στην αφάνεια. Έχει να κάνει, πιστεύω, με τις επιλογές που κάνουν οι άνθρωποι αυτοί. Αν δηλαδή αποφασίζουν να είναι εμπορικοί ή ασυμβίβαστοι. Και μιλώντας για ποιητές, ίσως απορήσει κανείς: «μα γίνεται ένας ποιητής να είναι εμπορικός;». Αν γίνεται; Μια βόλτα σε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο, αρκεί για να πειστεί κανείς. Πάμπολλοι οι ποιητές που εκδίδουν «με το κιλό». Πόση έμπνευση πια; 

Κι άμα σκαμπάζει κάποιος και ξεφυλλίσει κάνα δυο απ’ τα προς πώληση αυτά «τούβλα» (στον όγκο αναφέρομαι), εύκολα θα διαπιστώσει και την τεχνική της αναπαραγωγής που ακολουθεί ο κάθε υπογράφων. Πρόκειται φυσικά για ένα είδος οικονομίας κλίμακας, εν ολίγοις ένα άθλιο «πουλάω και ξαναπουλάω παραλλαγμένο το ίδιο πράγμα πάμπολλες φορές». Τέλος πάντων, δε με αφορά το πως βιοπορίζεται ο καθένας.

Για να επανέλθω όμως στο ζήτημα των μη αναγνωρισμένων, σημαντικών ποιητών, προφανώς η «αποτυχία» τους, έχει να κάνει και με διάφορα άλλα πράγματα, άλλωστε η ζωή είναι άδικη όσο δεν πάει. Ο βασικός λόγος όμως, νομίζω πως σχετίζεται με τις συνειδητές δικές τους αποφάσεις. Λαμπρό παράδειγμα, ένας σχεδόν άγνωστος ποιητής, ο Κωνσταντινουπολίτης Δημήτρης Παπακωνσταντίνου.

Ο ίδιος έγραψε σ’ ένα ποίημα του «πάλευα πάντοτε, για χαμένες υποθέσεις», εξηγώντας με τον καλύτερο τρόπο γιατί ποτέ δεν έγινε τ’ όνομά του πρώτο ανάμεσα στα πρώτα: Επέμενε πεισματικά, γνωρίζοντας σαφέστατα το τίμημα, να υπερασπίζεται ανθρώπους των οποίων τις ιδέες ή τη δράση εκτιμούσε, ασχέτως αν ήταν αρεστοί ή όχι. Και –φευ!- συνήθως αυτοί που διάλεγε για δικούς του, μόνο αρεστοί δεν ήταν.   

Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου παρέμεινε ισοβίως ασυμβίβαστος. «Έμεινα μονάχος κι ελεύθερος», έγραψε ο ίδιος. Αυτό είναι πάντα το αντίτιμο της ελευθερίας. Έτσι όμως, κατάφερε να φύγει απ’ τη ζωή με το κεφάλι ψηλά. Πριν είκοσι τρία χρόνια πέθανε, σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών. Υπήρξε δε, απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής και εν συνεχεία της Φιλοσοφικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κι έζησε γράφοντας και διδάσκοντας, εναλλάξ.

Τα πρώτα είκοσι δύο χρόνια της καριέρας του υπηρέτησε ως δάσκαλος στο Ζάππειο και σε άλλα σχολεία της Πόλης κι έπειτα δίδαξε σειρές τυχερών πιτσιρικάδων στην Αθήνα. Μαντεύω πως η ικανοποίησή του απ’ το λειτούργημα του δασκάλου ήταν τεράστια. Παράλληλα όμως, ασκούσε και δριμεία κριτική, συνεργαζόμενος με σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής εκείνης, τόσο στη γενέτειρά του, όσο και σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Για παράδειγμα, έγραψε κατά καιρούς στον «Βόσπορο», στον «Πυρσό», στη «Νέα Εστία», στην «Ευθύνη», στη «Σκέψη» και σε άλλα αξιόλογα έντυπα του είδους.

Και μπορεί να μην έγινε ποτέ γνωστός στο ευρύ κοινό, στους λογοτεχνικούς κύκλους όμως, το όνομά του ήταν σεβαστό. Μάλιστα, τρεις φορές τιμήθηκε απ’ την Ακαδημία Αθηνών, τις δύο πρώτες για τις ποιητικές συλλογές «Σκιαμαχία Α'» και «Απέκδυση». Άξια βεβαίως κατέκτησε τα βραβεία του, η ποίησή του πραγματευόταν ζητήματα υπαρξιακά και ήταν μια ποίηση τρυφερή, λεπτεπίλεπτη. Όσο για την τρίτη βράβευσή του, αυτή αφορούσε τη συνολική προσφορά του στη διανόηση και την παιδεία της Πόλης. 

Στα αποσπάσματα που ακολουθούν από ποιήματά του, νομίζω φαίνεται πεντακάθαρα ποιος ήταν ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου: 

Δεν ξέρω για την επουράνια δικαιοσύνη.   
Οδυνηρός μύθος η επίγεια.


Πιστεύω στον Θεό.
Προσκυνώ την ελευθερία.
Ονειρεύομαι τον άνθρωπο.


Που δεν έσκυψα ποτέ, δε μετανιώνω. Όρθιος πήγα, ενάντια στο ρέμα. Κι αν έπεφτα, πρόφταινα να πάρω το πληγωμένο λάβαρο της πίστης και δυνάμεις για ξεκίνημα καινούργιο.


Στο παιχνίδι, το κέρδος με τους ανέντιμους. Παίξαμε χωρίς προσωπεία. Γι' αυτό και χάσαμε. Δούλοι; Ελεύθεροι; Πάντως εκτελέσαμε το χρέος μας. Παλέψαμε.


Μεγάλο που 'ναι ν' αγαπάς
δεν περπατάς, πετάς και πας·
μήπως και ξέρεις πού πηγαίνεις ;
Πας με των οίστρων τα φτερά
θροούν βιολιά, σπάζουν νερά
με το φεγγάρι μάγια δένεις...
Πόνος βαθύς. Μέγ' αγαθό.   
Μια στην κορφή, μια στο βυθό   
ζεις, σπαταλιέσαι και πεθαίνεις


Με τους σοβαροφανείς, σοβαρός. Με τους ματαιόσπουδους, σπουδαίος. Με τους δοκησίσοφους, ειρωνικός. Παιδάκι με τους απλούς κι ανεπιτήδευτους. 


Σημείωση: τα αποσπάσματα που παρατίθενται, περιέχονται στην δίτομη, καλαίσθητη αλλά πολύ προσιτή από απόψεως κόστους  έκδοση «Ποιητικά Άπαντα» του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, που κυκλοφορεί από το Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών, σε επιμέλεια της ιστορικού, Ειρήνης Σαριόγλου.
 
Πηγή: τα άρθρα του Τήνιου συγγραφέα και δημοσιογράφου, Γιώργου Βιδάλη στην Ελευθεροτυπία της Παρασκευής, 28.06.13, με τίτλους:  
«ένας σπουδαίος αφανής ποιητής της Πόλης»
και