6.9.13

νεοναζισμός & ψυχοπαθολογία


photo: UNHCR

Θα ήθελα να πω τα δικά μου, με αφορμή τις διατυπώσεις του επίτιμου προέδρου της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, Νίκου Τζαβάρα, για τη σχέση που συνδέει τον τυχόν διαταραγμένο ψυχισμό με τη νεοναζιστική βία, όπως τις διάβασα προ ολίγου στην ελληνική σελίδα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. 

Πατώντας πάνω στον ακόλουθο σύνδεσμο μπορεί κανείς να δει ολόκληρη τη συνέντευξη που παρέθεσε ο κ. Τζαβάρας στον τακτικό συντάκτη της εφημερίδας «Αυγή», Βασίλη Βενιζέλο, η οποία δημοσιεύτηκε προ τριημέρου, με τον τίτλο ψυχοπαθολογία, νεοναζιστικός λόγος και νεοναζιστική βία 

Εν μέσω άλλων λοιπόν, ο ψυχίατρος σ’ αυτή του τη συνέντευξη εξηγεί πως ο νεοναζιστικός λόγος είναι μία απολύτως ατεκμηρίωτη συρραφή δοξασιών και προκαταλήψεων, που οφείλεται κυρίως σε προπαγανδιστικές διεργασίες, πως σε μεγάλο βαθμό οφείλει τη δύναμή του στην διιστορική γοητεία του και πως προφανώς ερμηνεύεται ως εκτροχιασμός μιας μερίδας της συλλογικής συμπεριφοράς.

Τονίζει όμως κάτι πολύ σημαντικό, πως ο ίδιος είναι εναντίον του εκψυχιατρισμού, της κατανόησης δηλαδή των κοινωνικών φαινομένων με βάση την παράδοση της ψυχοπαθολογίας. Χαρακτηριστικά, αναφέρει πως η μετατροπή των ακραίων κοινωνικών σχηματισμών «σε κλινικά υποδείγματα, αποτελεί μία άκρως συρρικνωτική παρέμβαση στην πολυπλοκότητα των ιστορικών δεδομένων, που επισκιάζονται από την εφησυχαστική μονομέρειά της».

Τονίζει επίσης πως όλοι ανεξαιρέτως έχουμε την τάση του να εξηγούμε ό,τι συμβαίνει γύρω μας, βάσει του ποιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι. Και νομίζω πως ισχύει απόλυτα το λεγόμενο «από μια ηλικία και μετά, είσαι αυτό που κάνεις», με την έννοια πως οι άνθρωποι βαθμηδόν ταυτιζόμαστε με το επάγγελμά μας, άρα οι ιδέες μας είναι συνήθως προσαρμοσμένες σε αυτό, όποιο κι αν είναι.

Ο κ. Τζαβάρας όμως, σε αυτές τις απαντήσεις του (δε γνωρίζω περαιτέρω στοιχεία, οπότε δεν γενικεύω την άποψή μου για εκείνον) τηρεί την ορθή επιστημονική στάση, πράγμα δυστυχώς λιγότερο συχνό απ’ όσο θα περίμενε κανείς, μιλώντας για Έλληνες επιστήμονες, και άρα αξιέπαινο. Δε μιλάει λοιπόν με τον «φανατισμό» του επαγγέλματός του, απλώς επενδύει τα λόγια του με τη γνώση που έχει αποκτήσει απ’ αυτό.

Και λέει ότι ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας καταλήγει σε παρανοϊκούς συλλογισμούς, παρερμηνεύοντας την ιστορική πραγματικότητα και εν γένει την αλήθεια των πραγμάτων (αν υποτεθεί βεβαίως πως υπάρχει πράγματι αλήθεια των πραγμάτων). Οι εμπλεκόμενοι ψυχικοί μηχανισμοί άρα, που οδηγούν σε στρεβλώσεις δεν είναι γνώρισμα των νεοναζιστών, λίγο-πολύ μας αφορά όλους.

Άρα, νομίζω πως είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου κάτι επιπλέον που ο γιατρός διευκρινίζει, πως δηλαδή οι τάσεις ανορθολογισμού τις οποίες όλοι διαθέτουμε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό, οφείλονται όχι μόνο στο ενσυνείδητο κομμάτι του νου, αλλά επίσης και στο ασυνείδητο απόθεμά μας, στο ρεζερβουάρ, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, με τις προσχηματισμένες πεποιθήσεις, τις προκαταλήψεις και τις άτεγκτες συναισθηματικές ταυτίσεις μας.

Στο ίδιο πνεύμα ευρύτητας, ο ψυχίατρος εξηγεί πως κανείς δεν είναι σε θέση να εκφέρει μία στιβαρή άποψη σχετικά με την απειλητική άνοδο του νεοναζισμού στην Ελλάδα, πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο κατόπιν διαλόγου ανάμεσα σε επιστήμονες διαφόρων σχετικών ειδικοτήτων και σε ενεργούς πολίτες. 

Μια χαρά δηλαδή τα λέει ο γιατρός. Σε ένα μόνο διαφωνώ μαζί του και σ’ αυτό διαφωνώ κάθετα! Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζω σχετικά με την ιδέα της παρέμβασης του Νόμου με σκοπό την απαγόρευση της άρθρωσης του μη-Δημοκρατικού Λόγου. Προσωπικά είμαι ολότελα αντίθετη με κάθε σκέψη περί νομοθετικής, πόσω μάλλον συνταγματικής απαγόρευσης της σύστασης οποιουδήποτε νεοναζιστικού μορφώματος.

Η γνώμη του κ. Τζαβάρα, γνώμη την οποία ασπάζονται πολλοί, πως η πολιτεία θα πρέπει «να μεριμνήσει εγκαίρως για την εκπόνηση ενός νομοθετικού πλαισίου στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί η ενδεχόμενη απαγόρευση ενός κόμματος που απειλεί τη Δημοκρατία», κρίνω πως είναι υπονομευτική και άρα επικίνδυνη για την ίδια τη Δημοκρατία!

Συμφωνώ βεβαίως με τον γιατρό, πως η διαρκής κριτική και αυτοκριτική σκέψη κι ακόμα περισσότερο «η διαισθητική ανίχνευση των όσων διατρέχουν τη συνείδησή μας, είναι κάτι το εξαιρετικά δύσκολο σε μία περίοδο μεγάλων συγκρούσεων και κοινωνικής οδύνης». Κρίνω όμως πως αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος για την πάταξη του επανεμφανιζόμενου φασισμού. Κάθε τι άλλο, είναι απλώς φασιστική αναπαραγωγή.

Μέσα μας είναι αυτό που πρέπει να πολεμήσουμε, όχι γύρω μας. Αν ο καθένας, πλην εκείνων προφανώς που υπηρετούν συνειδητά τον ναζισμό για λόγους άμεσου προσωπικού συμφέροντος (και θα συνεχίσουν άρα να το πράττουν, ανεξάρτητα απ’ οτιδήποτε), υποτάξει τις πράξεις του στον Λόγο, τότε θεωρώ δεδομένη τη συρρίκνωση του τρομακτικού σύγχρονου φαινομένου στη χώρα.

Γιατί, στο όσο το έχω μελετήσει και στο όσο το έχω σκεφτεί, έχω συμπεράνει πως ο νεοναζισμός είναι ζήτημα λογικής κυρίως και πολύ λιγότερο ζήτημα προβληματικών θυμικών και ζοφερών υποσυνειδήτων.  Ή, για να το πω πιο σωστά, είναι ζήτημα στενής λογικής. Κάθε ακραία ρατσιστική ενέργεια προφανώς συνοδεύεται από το αντίστοιχο άμεσο ανταποδοτικό όφελος. Το οποίο όμως δευτερογενώς είναι ολέθριο, όχι μόνο για την κοινωνία αλλά και για τους ίδιους τους δράστες.

Αν λοιπόν κανείς έχει την ικανότητα να διευρύνει τη σκέψη του, θα αντιληφθεί εύκολα πως η ιδεολογική και έμπρακτη εναντίωση στον νεοναζισμό δεν είναι επιλογή των πιο συναισθηματικών πολιτών, είναι απλώς θέμα κοινής λογικής. Και βάσει αυτού του συμπεράσματος νομίζω πως θα πρέπει να κινούμαστε. Όσο για τα νομοθετικά μέτρα που συζητιούνται τελευταίως υποτίθεται για την προστασία της Δημοκρατίας, ακριβώς επειδή στηρίζονται στη βία, κατά την ταπεινή μου άποψη… είναι επικίνδυνα για το πολίτευμα!