20.12.13

μόνη της όχι, αλλά λίγο το 'να λίγο τ' άλλο...



Η έννοια της «βλάβης στην υγεία» και ειδικότερα της «βλαβερής ουσίας», δεν χαρακτηρίζεται από την απόλυτη αντικειμενικότητα, που ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης (και δυστυχώς και τα μαζικά μέσα ενημέρωσης) της αποδίδει. Στην πραγματικότητα, αυτή η έννοια συνδέεται με την εκτίμηση των λόγων για τους οποίους γίνεται η χρήση μιας ουσίας, αλλά πάντοτε μέσα στα πλαίσια της δικής μας κουλτούρας.

Μ’ άλλα λόγια, όταν μια ουσία χρησιμοποιείται στη δική μας κοινωνία, η εκτίμηση της βλάβης δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική με τη λειτουργία που επιτελεί η χρήση της στον τρόπο ζωής μας. Αντίθετα, όταν το ναρκωτικό ανήκει σε μια ξένη για ’μας κοινωνία, οι κίνδυνοι από τη χρήση του κρίνονται χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά στο κοινωνικό περιεχόμενο που έχει η χρήση της ουσίας.

H ιδέα του ελέγχου από το κοινωνικό σύνολο στη χρήση ψυχοενεργητικών ουσιών από μεμονωμένα άτομα, είναι ένα στοιχείο που συναντάμε σε πολλές κοινωνίες από πολύ παλιά. Ο έλεγχος που ασκούσαν οι πιο παλιές κοινωνίες διαφέρει από τον σημερινό, γιατί η διάκριση τότε δε γινόταν μεταξύ καλών και κακών ουσιών, αλλά μεταξύ καλής και κακής χρήσης, διάκριση που μπορεί να ονομαστεί «οριζόντια». Αντίθετα, στη σύγχρονη εποχή καθορίστηκε ένας έλεγχος που υποδιαιρεί κάθετα.

Ο καρπός του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού που μεγάλωνε στον επίγειο παράδεισο, ήταν απαγορευμένος σε οποιονδήποτε. Από μια άποψη, ο κάθετος έλεγχος φανερώνει και μία αδυναμία της εξουσίας, που γνωρίζοντας ότι είναι αδύνατο να εμπιστευτεί σε κάποια αρχή τον έλεγχο της «καλής» χρήσης των ουσιών, προτιμά να τις απαγορεύει παρά να τις αφήσει στην υπευθυνότητα των ατόμων.

Κατά κάποιο τρόπο, η εξουσία με το να αρνείται στο άτομο τη συνειδητή εκλογή, επαναλαμβάνει τη συμπεριφορά της θεότητας στον επίγειο παράδεισο: από το ένα μέρος επιβάλλει στον άνθρωπο την επιλογή του Καλού απ’ το Κακό, ενώ από το άλλο, αρνείται τη «γνώση του καλού και του κακού». Η σύγχρονη απαγόρευση διέγραψε, και εννοιολογικά ακόμα, το βασικό και πολύτιμο στοιχείο της γνώσης, τη διάκριση μεταξύ καλής και κακής χρήσης.

«Όλη η κωμωδία του “πολέμου κατά των ναρκωτικών” γεννιέται από την προσπάθεια κάλυψης της πολιτικής πραγματικότητας. Η κοινή γνώμη προσπαθεί να αρνηθεί αυτό που είναι ολοφάνερο: ότι τα συμφέροντα του λαθρεμπορίου έχουν υπερισχύσει κι έχουν καταφέρει να εισχωρήσουν σε ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό. Η ιδέα ενός παράλληλου κέντρου εξουσίας χρησιμεύει μόνο για να δώσει πειστικότητα στη γελοία διαπίστωση ότι οι νόμιμες και παράνομες οικονομικές ομάδες βρίσκονται, κατά κάποιο τρόπο, σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.» (Antonil, 1978)

Η γνώμη που επικρατεί και υποστηρίζει ότι η χρήση κοκαΐνης ωθεί σε εγκληματικές ενέργειες, έχει τις ρίζες της σε πολύ παλιές εποχές. Στην πραγματικότητα, όταν οι κυβερνώντες αποφάσιζαν να απαγορεύσουν ένα ναρκωτικό του κόλλαγαν την ετικέτα «εγκληματογενές ναρκωτικό». Η εγκληματογενής εικόνα δημιουργήθηκε από την τεχνητή συσχέτιση της χρήσης του ναρκωτικού με εγκληματικές πράξεις.

Η σύνδεση της κοκαΐνης με εγκληματικές ενέργειες μπορεί να βρει μια δικαιολογία στα ίδια τα αποτελέσματα της ουσίας. Επειδή τα διεγερτικά της αποτελέσματα προσφέρονται για οποιαδήποτε δραστηριότητα απαιτεί διανοητική διαύγεια, σωματική αντοχή και επιθετικότητα, κατά συνέπεια προσφέρεται και για –όμως όχι αποκλειστικά- εγκληματικές πράξεις.

Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως εκεί όπου η επιθετικότητα και η προδιάθεση για εγκληματική συμπεριφορά αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητας των καταναλωτών, η χρήση κοκαΐνης μπορεί επιπλέον να δώσει διαύγεια και δύναμη στην εκτέλεση των εγκλημάτων: διεγερτικά ναρκωτικά (αμφεταμίνες και κοκαΐνη) χρησιμοποιούνται συχνά πριν από κλοπές και ληστείες. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αποκλείσουμε την άποψη ότι η χρήση κοκαΐνης προκαλεί από μόνη της εγκληματική συμπεριφορά.

Giancarlo Arnao
Κοκαΐνη
μτφ. Νίκος Αλιβιζάτος
εκδ. Α. Λιβάνη, 1982
σελ. 67, 68, 89, 93,103