25.3.14

"το βιβλίο είναι χρήσιμο και καλοδεχούμενο"



Καθώς συμπίπτει με την προσωπική μου άποψη σχετικά με την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα, ακολούθως παραθέτω αυτούσια την τοποθέτηση του πανεπιστημιακού, Παναγιώτη Σωτήρη, όπως δημοσιεύτηκε χθες στην εφημερίδα Καθημερινή, ως τμήμα άρθρου του Άθου Δημουλά, με τίτλο μήπως θα έπρεπε να απαγορευτεί;

Κρίνω πως κανονικά δεν θα υπήρχε καν λόγος να συζητιέται το ζήτημα. Η αξία της γνώσης, άρα και οποιασδήποτε μαρτυρίας προσφέρεται για επιστημονική επεξεργασία, είναι αναμφισβήτητη, εξίσου με το δικαίωμα όλων (ανεξαιρέτως!) στην άρθρωση δημόσιου Λόγου. Είναι κοινός τόπος για τους σκεπτόμενους ανθρώπους της εποχής μας, πως η άγνοια -που επιφέρει εκτός των άλλων και το φίμωμα οποιουδήποτε μη αρεστού- δεν ωφελεί, παρά μόνο όσους επιμένουν να νανουρίζουν το πνεύμα τους με δεισιδαιμονίες.

Διαπιστώνω όμως, μετά λύπης, την οπισθοδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας και ως προς αυτά τα θέματα, γι αυτό και συμμετέχω αναγκαστικά στη συνέχιση ενός δημόσιου διαλόγου που κατά τη γνώμη μου θα ’ταν ολότελα άσκοπος, αν είχε προηγηθεί η κατάλληλη εκπαίδευση και κυρίως η απαιτούμενη εσωτερική αναζήτηση μιας μεγάλης μερίδας του κοινού σε ιδιωτική, δηλαδή σε σιωπηλή βάση.

Αναφορικά με την κυκλοφορία του εν λόγω βιβλίου, βέβαια, οι αντιδράσεις των συγγενικών προσώπων των θυμάτων της 17 Νοέμβρη, εννοείται πως αποτελούν στο σύνολό τους μία άλλη, ειδική περίπτωση, που οφείλουμε όλοι να αντιμετωπίζουμε με τη δέουσα ευαισθησία και κατανόηση. Η οδύνη όμως των οικογενειών που ακόμα θρηνούν τους αδικοχαμένους ανθρώπους τους, παρότι απόλυτα δικαιολογημένη και σεβαστή, δεν μπορεί ούτε και πρέπει να αναχαιτίσει την εξέλιξη της κοινωνίας, η οποία αποδεδειγμένα δεν έχει άλλο τρόπο προόδου πλην της μάθησης.  


σημείωση: ο Παναγιώτης Σωτήρης διδάσκει Κοινωνική Θεωρία & Σύγχρονη Κοινωνική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου


«Το ότι κάποιοι ήταν δολοφόνοι δεν αναιρεί την ανάγκη να τους μελετήσουμε»

Το βιβλίο είναι χρήσιμο και καλοδεχούμενο, γιατί βοηθάει να βγάλουμε συμπεράσματα για ένα ιστορικό και πολιτικό φαινόμενο, αλλά και γιατί προσφέρει μια εικόνα των διαφορετικών διαδρομών που ακολούθησε ο πολιτικός και κοινωνικός ριζοσπαστισμός της μεταπολίτευσης. Απαντά σε διαδεδομένους «μύθους» για την ένοπλη πολιτική πάλη (από την απόδοση των ενεργειών αυτών σε «πράκτορες» ή «προβοκάτορες» μέχρι τα διάφορα σενάρια για σχέσεις με το... ΠΑΣΟΚ κ.λπ.). Αναδεικνύει τον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης αυτών των οργανώσεων, την αναφορά τους σε προτάγματα κοινωνικής χειραφέτησης, στοιχείο που η τρέχουσα εκδοχή «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας αρνείται πεισματικά. Φοβάμαι ότι πίσω από τις κραυγές για «αιματοβαμμένο βιβλίο» λανθάνει η προσπάθεια αποσιώπησης των πολιτικών και κοινωνικών διαστάσεων και συνθηκών που οδήγησαν στη δράση των ένοπλων οργανώσεων στην Ελλάδα. Η αναγνώριση της σημασίας μιας τοποθέτησης προφανώς δεν σημαίνει και τη συμφωνία μαζί της. Αντίθετα, το βιβλίο αυτό επιτρέπει να γίνει συζήτηση και να ασκηθεί κριτική ως προς το ατελέσφορο αυτής της εκδοχής ατομικής πολιτικής βίας. Δείχνει ότι η λογική του «τιμωρού» που δρα εξ ονόματος των λαϊκών τάξεων, χωρίς να συμβάλλει στη δική τους αυτοτελή συλλογική δράση, ήταν μια αδιέξοδη απάντηση σε ένα πραγματικό πρόβλημα: την αδυναμία της Αριστεράς να είναι αυτό που επαγγελλόταν, ένα κίνημα αμφισβήτησης των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης.