20.4.14

λοιπόν δάσκαλε, τι να κάνουμε;

graffiti σε billboard στην Ε94 Αττική Οδό - Interzones Playground


Το ερώτημα "τι να κάνουμε;" προβάλλει κι επιβάλλεται. Κι η απάντηση; Τι να κάνουμε; Να παίξουμε το παιχνίδι, ρευστοποιώντας ό,τι υπάρχει και γίνεται. Νέα ερώτηση: η απάντηση είναι ικανοποιητική; Απάντηση: όχι. Ωστόσο, έχουμε να χτίσουμε ένα ύφος ζωής, να στήσουμε ένα παιγνίδι για θνητούς. Τι να κάνουμε;

Αυτό που κάνουμε. Αυτό που μας διατάζει να κάνουμε η θεολογική και χριστιανική ηθική, που έγινε ανθρωπιστική και ειδωλολατρική, έπειτα σοσιαλιστική και υπερμοντέρνα. Αλλά, η ηθική δεν υπάρχει. Τι να κάνουμε; Αυτό που υπαινίσσονται οι παρεκκλίνοντες κι οι επαναστατημένοι, οι αμφισβητίες, οι εναντιωμένοι, οι ανατρεπτικοί και οι παραβάτες.

Η απάντηση στο ερώτημα "τι να κάνουμε;" δε γίνεται πια να 'ρθει από κάποιον ορίζοντα μαγικό, μυθικό ή θεολογικό, ποιητικό ή καλλιτεχνικό, πολιτικό, φιλοσοφικό, επιστημονικό ή τεχνικό. Η ίδια ερώτηση δε γίνεται πια να διατυπωθεί μέσα από τους όρους της γλώσσας και της σκέψης, της εργασίας και του αγώνα, του έρωτα και του θανάτου ή μέσα από τους όρους ενός παιχνιδιού αποκλειστικά και μόνο ανθρώπινου. 

Κι είναι ακριβώς εκείνο που μας επιβάλλει την αναζήτηση μιας άλλης προβληματικής. Όλοι οι ορίζοντες έγιναν στάχτη γιατί ο χώρος τους στένεψε, απελπιστικά. Άραγε, δε γίνεται πια να ξαναβρεθεί ο σωστός τόπος κι η σωστή στιγμή; Το ζήτημα δεν είναι να σώσουμε τον κόσμο, μήτε να πραγματώσουμε την ουσία του ανθρώπου. Η λύση είναι η μη-λύση. Είναι να φτάσουμε σ' ένα ξύπνημα που να ευλαβείται τις σκιές. 

Η μέθοδος για να το φτάσουμε; Δεν προσφέρεται σε κωδικοποίηση. Οδηγεί ωστόσο σε μία απαγκίστρωση, σε μιαν αποκόλληση, μια μη-εξάρτηση, μια μη-κτητικότητα. Διασχίζοντας -ως μέθοδος- τον δρόμο απ' άκρη σ' άκρη. Τούτη η μέθοδος δεν διαθέτει πρότυπα ή παραδείγματα. Όμως υπάρχει. Κι υπήρχε κιόλας από παλιά, το καταύγασμα εκείνων που δε θέλει κανείς κι ούτε μπορεί, που δε μπορούσε κι ούτε ήθελε να προσέξει. 

Κι αυτό δεν είναι ένα ιδανικό, αλλά μια συνταύτιση με τον ρυθμό του κόσμου. Περιλαμβάνει κατευθυντήριες γραμμές, όχι ντιρεκτίβες. Σκύβοντας στο μνήμα των νεκρών πραγμάτων και πάνω από το λίκνο όσων είναι για να' ρθούν, ξεπερνώντας την έμφυτη φιλαυτία τους, ο άνθρωπος κι η ανθρωπότητα πρέπει εξίσου να ξεπεράσουν μια πλευρά των αναγκών, των επιθυμιών και των πόθων τους. Δίχως να λησμονούν, να σώζουν τ' όνειρο. 

Είναι πιο δύσκολο να δίνεις τη ζωή σου, απ' το να δίνεις τον θάνατό σου. Κι εδώ πάνω παίζεται το παιγνίδι της ζωής και του θανάτου. Κατά συνέπεια, το ζήτημα είναι να χτίσουμε επίσης κι εκείνο που καταστρέφεται. Θέτοντας το ερώτημα: είναι ο καθείς υπεύθυνος για εκείνο που έχει συμβεί, για εκείνα που του 'χουν κάνει, ακόμα κι αν δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο, απ΄ το να επωμίζεται συνειδητά τούτη την ευθύνη; 

Χωρίς να ξεχνάμε πως για να καταπολεμήσεις μια δύναμη, πρέπει να γίνεις το ακριβές αντίθετό της, κι όχι μονάχα διαφορετικός από αυτήν, γιατί εύκολα έτσι παίρνεις και τη μορφή της. Δεν είναι όλα απλά και μόνο μια υπόθεση συνείδησης. Αν όλοι οι άνθρωποι ήσαν όσο γίνεται πιο συνειδητοί, η ζωή θα γινόταν ακόμα πιο αβίωτη. 

Η διαύγεια ωστόσο, έχει να παίξει έναν ρόλο σημαντικό: ν' αναγνωρίσει ότι οι σκέψεις που φωτίζουν την πράξη δεν προέρχονται από εμάς, αλλά περνούν μέσα από εμάς. Προφανώς, για να ολοκληρώσουμε τούτο το μη-προγραμματικό πρόγραμμα, πρέπει -αν ποτέ μυηθούμε- να δοκιμάζουμε αδιάκοπα τη μεγάλη απόσταση, την απόσταση μέσα στην και δια μέσου της εγγύτητας.

Το ερώτημα ξανάρχεται αιχμηρό: τι να κάνουμε για να συγκεράσουμε σωματικότητα και παρορμήσεις, ψυχισμό και συναισθηματικότητα, διάνοια και σκέψη, σκέψη και πράξη; Τι να κάνουμε για να ενώσουμε τις προσπάθειες του ατόμου που προχωρεί -τόσο για "καλό", όσο και για "κακό"- και προς το δικό του κοίμισμα και προς το κοίμισμα της συλλογικότητας; 

Καλό και κακό υπάρχουν σαν τι; Γίνεται να διαχωριστούν; Και μπορεί κανείς να τα ξεπεράσει και τα δύο ταυτόχρονα; Και τούτο όχι σε μια ηθική ενόραση αλλά μέσα στην πράξη και μέσα στην κατανόηση της πράξης; Το πρόβλημα έχει τεθεί από την εποχή του Ηράκλειτου, που βεβαιώνει ότι "καλό και κακό είναι ένα", μέχρι τον Νίτσε, που εκθειάζει ένα "πέρα απ' το καλό και το κακό". 

Αλλά τούτο το ίδιο πρόβλημα, αν κι έχει τεθεί, δεν έχει βρει ακόμα τη λύση του. Μια ενότητα "καλού" και "κακού", μια πορεία προς ένα σημείο πέρα απ΄το "καλό" και το "κακό", υποδηλώνουν μια περιπλάνηση μέσα στην ολότητα του χρόνου. Ένα πρώτο βήμα είναι να θεωρήσουμε σαν κέντρο του προβληματισμού μας όχι το αγαθό (και το καλό) ή/και το πονηρό (και το κακό), αλλά την εγγραφή, τη λιγότερο ή περισσότερο παραγωγική.

Το όνειρο της επιστροφής σε μια ζωή απλή κι απροβλημάτιστη, είναι εξωπρόθεσμο. Μήπως το ανθρώπινο στοιχείο θα' νιωθε πιο άνετα στο πετσί του, αν απαλλασσόταν από την πίστη σε μια ετερότητα που ευαγγελίζεται τη μακαριότητα; Αφού λοιπόν όλοι οι κανονισμοί της περιπλάνησης έχουν ξεστρατίσει ή τέτοιοι θεωρήθηκαν και κρίθηκαν, τι άλλο αναζητάμε παρά ένα ύφος παιγνιδιού;

Το πρόβλημα δεν αφορά ένα οποιοδήποτε πράγμα, αλλά τη συνδυαστική δομή του συνόλου καθ' εαυτή. Άλλωστε, το ίδιο βάραθρο δεν βαθαίνει ανάμεσα σε ό,τι επιθυμούμε και σε ό,τι πραγματώνουμε; Και κάθε ηθική δεν παραμένει ανεφάρμοστη και άπαικτη; Το παιγνίδι της τυχαιότητας και της αναγκαιότητας, των συγκυριών και της αναγκαιότητας, πως να το λογαριάσεις; 

Στην εποχή της παγκόσμιας λογιστικοποίησης, τι θ' απογίνει μ' εκείνο που δεν μετριέται; Τα πάντα συμβαίνουν μέσα από το σωρό τις αιτίες, που με διάφορους τρόπους μπορούν να αναλυθούν και να ερμηνευτούν. Καμιά πράξη, καμιά αιτία δεν είναι μονοσήμαντη, μήτε και διαθέτει ένα νόημα αληθινό ή θεμελιακό. Όλα είναι γραμμένα ταυτόχρονα σε πολλαπλά μητρώα, απαιτούν μια ανάγνωση σε πολλά επίπεδα. 

Ο ίδιος ο λόγος του ορθολογισμού, δεν είναι παρά ένα ντελίριο διευθετημένο και οργανωμένο, ακριβώς όπως κι η ορθολογική δράση του ακτιβισμού. Κι ωστόσο, η ζωή δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης παρά το παιγνίδι της ζωής -δίχως θεμελίωση, δίχως φανερή καταγωγή, δίχως τέλος, σκοπό, εσχατολογικό τέρμα. 

Για να σκεφτούμε και να πράξουμε -γιατί δεν υπάρχει δράση, παραγωγή, στερημένη από στοχασμό, από προσχεδίαση- πρέπει να συνενώσουμε σε ένα Όλο σωματικότητα και αισθαντικότητα, ψυχισμό και συναισθηματικότητα, σκέψη και συνείδηση. Είναι εξίσου αναγκαίο να μην ξεχνά κανείς ότι κάθε λόγος, κάθε σκέψη, κάθε πράξη "αφαιρούν" ένα μέρος από το σύνολο εκείνου που "είναι" (έστω κι αν είναι μέρος μόνο υλικό) ομοιογενές με το Όλο. Συνάμα, ορισμένα λόγια, σκέψεις ή πράξεις, ξεσκεπάζουν το ίδιο το Όλο με μεγαλύτερη σαφήνεια απ' ότι όλες οι υπόλοιπες. 

Οι περισσότεροι θνητοί κι ένας μεγάλος αριθμός απ' τους ανθρώπους που λέγονται ανώτεροι, ζούνε σ' ένα διαζύγιο ανάμεσα στη ζωή και τη σκέψη. Σαν να πρέπει πάντα να μας εξουσιάζει μια ζωή που βαστιέται στη σκιερότητα ή σαν να πρέπει η σκοτεινή διαύγεια της σκέψης να μένει πάντοτε απρόσιτη κι ανέφικτη. Όσο ακριβώς κι οι άλλοι, κι ίσως ακόμα περισσότερο, οι μεγάλοι επαναστάτες τρέφουν μια προτίμηση για τον φιλισταϊσμό. 

Το ερώτημα "τι κάνουμε;" γυρίζει γύρω απ' το ποιοι είμαστε και τι είμαστε. Ξαναγυρίζει ύπουλα και στρέφεται ενάντια σ' εκείνους που θέτουνε το ερώτημα, όσο και σ' εκείνους που γυρεύουν να το αποφύγουν. Κι έτσι, κατορθώνει να ξεπερνά κάθε ηθική, που αναγκαστικά είναι είτε η κυρίαρχη, είτε η αντίπαλη, και να υψώνεται ως την προβληματική. 

Ο άνθρωπος σέρνει μαζί του το ερώτημα. Κάποιες στιγμές, μπροστά σε κάποιον, μπροστά σε κάτι, το ερώτημα παύει να τίθεται. Μια ισοπέδωση, που δεν είναι μήτε απάντηση μήτε ερώτημα, μήτε ένα ναι, μήτε ένα όχι, κάνει το πρόβλημα να σωπαίνει, ξεπερνά το ερώτημα. Και τότε, είναι σάμπως η απάντηση να 'χει δοθεί. 


Κώστας Αξελός (1924-2010)
Για μια Προβληματική Ηθική
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1992
αποσπάσματα από τις σελ. 59-74