23.9.15

μετεκλογικό σημείωμα

photo: Lyn Caudle



Όταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος συνειδητοποιήσει πια, κάποια ώρα, πως όχι μόνο τα πάντα αλλά και όλοι -μηδενός εξαιρουμένου!- δε λογίζονται παρά ως προϊόντα: ψυχρά, προς αγορά, χρήση και πώληση... τότε απαιτείται πάρα πολύ κουράγιο για να συνεχίσει ν' αγωνίζεται υπέρ των ιδανικών, που ως εκείνη τη στιγμή κατηύθυναν τη σκέψη και τη συμπεριφορά του...

Για πότε το ξεχάσαμε το παλικάρι όμως, ε; Σε μια πενταετία, να δεις που θα ρωτάς "ποιος ήτανε ο Παύλος Φύσσας"; και θα λαμβάνεις κάτι απαντήσεις άκυρες όσο δεν πάει.

Ειδικά στη δική του περίπτωση, τα πράγματα έχουν ακολουθήσει ακριβώς αυτόν τον δρόμο. Και πολύ φοβάμαι πως συνέβησαν ακόμα χειρότερα. Γιατί για τον ύπουλο χαμό του δεν ευθύνονται μονάχα μισό εκατομμύριο ανεγκέφαλοι χρυσαυυγίτες ψηφοφόροι.

Οι συνένοχοι είναι πολύ περισσότεροι! Δε φταίνε δηλαδή απλώς όσοι, καθένας για τους δικούς του ευτελείς λόγους, ψήφισαν στις προ-προηγούμενες εκλογές (είτε εν πλήρη συνειδήσει, είτε ελαφρά τη καρδία) το σιχαμένο μόρφωμα που αποτελεί προϊόν των καιρών μας.

Η ενοχή βαραίνει εξίσου κι όσους σκέφτηκαν έστω για μια στιγμή, να στηρίξουν, με την ψήφο τους, υποψήφιους με τις γνωστές, άνευ φραγμών, νεοναζιστικές αντιλήψεις! Ανεξάρτητα αν τελικά κάτι μέσα τους, τους κράτησε και τελικά δεν το έπραξαν.

Έκανε λοιπόν τη δουλειά του ο άνθρωπος-προϊόν (προϊόν κι αυτός, όπως ο καθένας από 'μας). Τον “έφαγαν” δηλαδή μπαμπέσικα τον νέο, για να τσουλήσει η ιστορία παρακάτω. Διότι αυτό βόλευε τότε. Έτυχε στη συγκεκριμένη συγκυρία, η αξία του ως δολοφονημένο πτώμα να είναι πολλαπλάσια της αξίας της ίδιας του της ζωής.

Και σήμερα πια, δεν εξυπηρετεί σε τίποτ’ άλλο. Επείγει απλώς, μήνες τώρα, να ξεχαστεί τ' όνομά του, να γλιστρήσει στις ψυχές τις βουτηγμένες σε λάσπη, για να χωνιαστεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα η μνήμη του στη συλλογική λήθη. 

Κι όλο αυτό, απλούστατα για ν’ απαλλαγούν απ' την ενοχή τους, τα πλήθη των μειωμένης αντίληψης ψευτοπαλικαράδων του εκλογικού σώματος.

Προφανέστατα, τίθεται θέμα ενοχής στην (πολιτικο-κοινωνική κυρίως και δευτερευόντως ποινική) “υπόθεση Φύσσα”. Μια ενοχή που υπερβαίνει πολλάκις τη συνείδηση του φονιά του. Πλέον άρα, η διαδικασία έχει εκ νέου αποκτήσει τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος.

Με τη διαφορά πως τώρα έχουν αλλάξει τα πρόσημα. Δεν έχει πια ιδιαίτερη αξία ο αδικοχαμένος, ως διαφημιστικό προϊόν. Πάλιωσε ακόμα κι ως είδηση. Ως εκ τούτου, τα ΜΜΕ δεν ενδιαφέρονται άλλο να πληρώσουν όσο-όσο για μια αποκλειστικότητα που φέρει τ’ όνομά του.

Ούτε καν η εξωφρενική, πολύ πρόσφατη παραδοχή του ανισόρροπου ενόσω επικίνδυνου αρχηγού της Χρυσής Αυγής, δείχνει να σοκάρει πλέον τον οποιονδήποτε. 

Ελάχιστος ντόρος έγινε κατόπιν της βαρύτατης δήλωσής του προ ημερών, πως η παράταξή του (ο Θεός να την κάνει!) αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος της δολοφονίας του θύματος.

Η ενοχή, ωστόσο, δεν εξατμίστηκε. Είναι μεγάλο το βάρος στις ψυχές τις καταπλακωμένες κάτω απ’ τα συντρίμμια της ανηθικότητας. Και το πρόβλημα είναι μεγάλο, γιατί οι ψυχές αυτές είναι επί της ουσίας αμέτρητες!

Ηθικό είναι προφανώς το πρόβλημα που ανέκυψε απ’ το άμεσο ανταποδοτικό όφελος της εν ψυχρώ αυτής εκτέλεσης. Αφαιρώντας μια ανθρώπινη ζωή με τρόπο άνανδρο, εξαργυρώθηκε αστραπιαία το τίμημα, το κόστος που τότε κατέβαλλε η αγορά (η αγορά με την ευρύτερη έννοια, εννοείται) για την πάσης φύσεως εκμετάλλευση του γεγονότος.

Μετά όμως, κάπως δεν έπρεπε να βουλώσει η τρύπα; Και μιλώντας για μια κατάμαυρη τρύπα της έκτασης και του βάθους της εν λόγω δολοφονίας, το μπάζωμά της δεν είναι κάτι εύκολο. 

Γιατί στην προκειμένη περίπτωση, το έγκλημα αποτελεί αναμφισβήτητο τεκμήριο της ηθικής καταβαράθρωσης σχεδόν ολόκληρου του ελληνικού λαού.

Με το ζήτημα λοιπόν να ’χει αποκτήσει σχεδόν εθνικές διαστάσεις -ιδίως γιατί αντί του να σβήσει άπαξ και δια παντός το ακροδεξιό/ εγκληματικό κόμμα απ’ το εγχώριο πολιτικό προσκήνιο- φαινομενικά μυστηριωδώς, η Χρυσή Αυγή δεν έχασε την υποστήριξη των οπαδών της. 

Και λέω “φαινομενικά”, γιατί η συνέχεια του ζητήματος κατέστησε φανερό πως στην πραγματικότητα, το φονικό χτύπημα είχε οπωσδήποτε γερή στήριξη άνωθεν, δηλαδή από τους ύπατους άρχοντες. Και πιθανώς έξωθεν, και ποιος ξέρει από πού αλλού.

Ατεκμηρίωτη σκέψη αυτή, προκύπτει όμως αβίαστα βάσει κοινής λογικής: την περίοδο εκείνη, ακριβώς μετά την άγρια δολοφονία, η κυβέρνηση έσπευσε πολύ μεθοδικά ν’ αποκαλύψει απανωτά χρυσαυγίτικα εγκλήματα. 

Τα οποία είναι πρακτικά αδύνατον ν’ αγνοούσε και να κατόρθωσε να τα πληροφορηθεί ξάφνου, όλα μαζεμένα εν μία νυκτί. Απλώς, η ημερομηνία λήξης της ως τότε αγαστής συνεργασίας της με τους ασύδοτους ακροδεξιούς, είχε πια παρέλθει.

Αρκούσε άρα οι Αρχές να δημοσιεύσουν τα υπόλοιπα, μικρότερης ή μεγαλύτερης βαρύτητας, εγκλήματα των εθνικιστών. Για να μπουν στην πάντα, έως ότου θα ερχόταν πάλι η στιγμή που οι ανελέητοι “τιμωροί” θα χρησίμευαν εκ νέου ως συνεργάτες-φόβητρο της -ανεξαρτήτως εποχής- πατόκορφα νοσηρής εξουσίας.

Η αγριότητα των καιρών, σε συνδυασμό με τη διάχυτη ανηθικότητα μάζας και εκπροσώπων της (η πρώτη ασφαλώς αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση και γιγάντωση της δεύτερης), δε στέκεται σε ζητήματα διακριτικότητας. 

Στις ανά τον κόσμο κατ’ επίφαση Δημοκρατίες, όταν επικρατεί ξεκάθαρα ο εκχυδαϊσμός των εκλογέων, είναι πρακτικά αδύνατον αυτοί να διακρίνουν λεπτοφυείς διαφορές.

Με τρομακτική ευκολία λοιπόν, όπου κι όποτε κινδυνεύουν να εξοστρακιστούν οι θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού ιδεώδους και των παραγώγων του, δαφνοστεφανώνονται τάχιστα διάφοροι υπονομευτές του πολιτεύματος που στηρίζεται στη λαϊκή βούληση.

Κατ’ επέκταση, στους “άξιους τριακόσιους” περιλαμβάνονται άνευ της παραμικρής αιδούς και όσοι έχουν τo “δικαίωμα” ν’ αποκαλύπτουν ανενόχλητοι όχι απλώς τα πραγματικά στοιχεία τους αλλά και τις αληθινές προθέσεις τους: την κατάλυση κάθε ιδανικού, οποιασδήποτε ορθά ορισμένης έννοιας της θεμιτής άμιλλας, κάθε ευγενικής ιδέας, όποιας δράσης συμπίπτει με την έννοια του αγαθού.

Αυτά, η Ιστορία τα έχει αποδείξει αναρίθμητες φορές, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης. Ελάχιστα δηλαδή άλλαξε ο άθλιος κανόνας την περασμένη Κυριακή στις κάλπες της Ελλάδας. 

Τούτο κατέδειξε και το εκλογικό μας αποτέλεσμα, τίποτα περισσότερο από τη διαφορετική αναλογία των απροκάλυπτων φονιάδων, αναφορικά με το ποσοστό συμμετοχής τους στα κοινά. 

Μια αναλογία πολύ προσεκτικά μελετημένη, που τι εξυπηρετεί, αν όχι τους στόχους της παρούσας, εγχώριας συγκυρίας;